Η Πάφος τίμησε σε ειδική εκδήλωση τη μνήμη των 353.000 νεκρών της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, την οποία διοργάνωσε ο δήμος Πάφου, με τη συνεργασία των ομογενών Ελλήνων του Πόντου, οι οποίο ζουν στην Μαρτυρική Μεγαλόνησο, το απόγευμα της Παρασκευής 19 Μαΐου 2023.

Η εκδήλωση ξεκίνησε στις 6.30 το απόγευμα με συγκέντρωση και πορεία από την πλατεία 28ης Οκτωβρίου στο Δημαρχείου προς το Πάρκο Γενοκτονίας των Ποντίων (Λεωφόρος Ευαγγόρα Παλληκαρίδη).

Χαιρετισμό στην εκδήλωση απηύθυναν η δημοτική σύμβουλος Νίνα Γκαρακλίδου και ο δήμαρχος Πάφου Φαίδωνας Φαίδωνος.

PAFOS.FAIDON.FAIDONOS.DHMARXOS.19.5.2023

Ο Δήμαρχος Πάφου Φαίδωνας Φαίδωνος

Ακολούθησαν τραγούδια του Πόντου από τον Μιχάλη Μουραντίδη στη λύρα και στο τραγούδι, Γιώργο Χατζίδη στο νταούλι και Τρύφωνα Χατζίδη στη λύρα και στο τραγούδι.

Κεντρικός ομιλητής της εκδήλωσης ήταν ο Ηλίας Πετρόπουλος, καθηγητής, πρόεδρος του Τμήματος Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξείνιων Χορών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, μέλος του δ.σ. της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών ο οποίος μίλησε με θέμα «Μνήμες Γενοκτονίας: ένα αιώνιο ανοιχτό τραύμα».

Η εκδήλωση έκλεισε με χορούς από το συγκρότημα του Πολιτιστικού Ομίλου Παραδοσιακών Χορών «Η Ρωμιοσύνη».

Η Νίνα Γκαρακλίδου

PAFOS.GARAKLIDOY.DHMOTIKH.SYMBOYLOS.19.5.2023

Στον χαιρετισμό της η Νίνα Γκαρακλίδου, δημοτική σύμβουλος, ανέφερε:

Mε αίσθημα βαθύτατης συγκίνησης προσέρχομαι στο βήμα, καθότι η κάθε επέτειος μνήμης αποτυπώνει την ιστορική αλήθεια η οποία είναι συνηφασμένη με οδυνυρά βιώματα, ισχυρούς συναισθηματικούς κραδασμούς και έναν ατελείωτο χορό θανάτου και προσφυγιάς. 108 χρόνια μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων και των Ασσυρίων, 104 χρόνια μετά το Ποντιακό Ολοκαύτωμα και 49 χρόνια απο την εισβολή στην Κύπρο, οι ίδιοι δράστες συνεχίζουν ανενόχλητοι τη διαχρονική ιμπεριαλιστική και γενοκτονική πολιτική τους, με τη σημερινή ημέρα να συνιστά μια προκλητική εθνική φιέστα για τη γενοκτόνο Τουρκία. Η απουσία ξεκάθαρης και ρεαλιστικής στρατηγικής απο τη διεθνη κοινότητα, αλλά και η πολιτική των ίσων αποστάσεων έχει ξεπεράσει κάθε όριο και λογική και σίγουρα δεν συνηγορεί στο να καταστήσει τον θύτη δακτυλοδεικτούμενο.

Εντούτοις, ο Απανταχού Ελληνισμός ακόμα και 104 χρόνια μετά, αποδεικνύει πως δεν χαρακτηρίζεται απο ιστορική αμνημοσύνη, καταρρίπτοντας έτσι το αφήγημα που καλλιεργείται απο κάποιους, πως η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου είναι ενα ξεχασμένο γεγονός. Τιμούμαι την 19η Μαϊου και συνεχίζουμε τον αγώνα για ηθική δικαίωση, καθιστώντας σαφές προς πάσα κατεύθυνση, πως κανένα ανθελληνικό παραλήρημα, κανένα πολιτικό παιχνίδι, καμία ακραία επιθετική ρητορική και καμία νέα ορολογία απο τους αρνητές της Γενοκτονίας δεν είναι ικανή να επιφέρει την πολυπόθητη φίμωση και να διαγράψει απο την μνήμη μας τους βιασμούς των γυναικών, τις ολοκληρωτικές καταστροφές και πυρπολήσεις πόλεων, χωριών σχολείων, εκκλησιών, τις αρπαγές και τις σφαγές των παιδιών, καθώς και τις λευκές πορείες που οδήγησαν στην εξόντωση και στον βίαιο ξεριζωμό μας απο τις πατρίδες του Πόντου.

Χαρακτηριστικά είναι τα πρακάτω λόγια της Βασιλικής Τσανακτσίδου για τις πορείες θανάτου και μαρτυρίου των γυναικών, όπως αυτα αποτυπώνονται στην ταινία μικρού μήκους «Γενοκτονία μια αληθινή ιστορία»

«Μας αποκαλούν παράπλευρη απώλεια ενος πολέμου, στην καλύτερη περίπτωση μας αποκαλούν έγκλημα πολέμου· έγκλημα ναι, πολέμου; Ποιός πόλεμος; Πόλεμος είναι η αντιπαράθεση στρατών με όπλα. Όταν βάζεις γέρους, γυναίκες και παιδιά να περπατάνε απο την μια ακρη της Τουρκίας στην άλλη χωρίς να σου έχουνε κάνει κάτι, απλά επειδή είναι αυτό που είναι, επειδή πιστεύουν σε αυτό που πιστεύουν και εσυ απο δίπλα καβάλα στο άλογο τους ταπεινώνεις, τους βασανίζεις, τους βιάζεις, τους εκτελείς, αυτό παλικάρια δεν είναι πόλεμος, αυτό Γενοκτονία λέγεται».

«Δεν μπορούσα να βλέπω το παιδί μου να κλαίει, το είδα όμως να πεθαίνει στα χέρια μου, εκεί, στην πορεια δίχως προορισμό, ή μάλλον στην πορεία με προορισμό τον θάνατο. Εκεί που με έσυραν βίαια όλοι αυτοί που ήθελαν να καθαρίσουν την Τουρκία. Εκεί που το παιδί μου βλέποντας τα άλλα παιδιά να πεθαίνουν με ρωτούσε, που πάνε μάνα τα παιδιά που πεθαίνουν; Και εγώ του απαντούσα στην καρδιά της μάνας τους. Ναι, για όλα είχα μια απάντηση, μόνο όταν άρχισε να ξεψυχάει το παιδί μου στα χέρια μου και με κοίταξε και με ρώτησε γιατί; Μόνο τότε δεν είχα απάντηση. Ξεψύχησε το παιδί μου στα χέρια μου. Το ακούμπησα ευλαβικά στο χώμα και έψαχνα μέρος να βρω να το θάψω και τότε ήρθε εκείνος ο δήμιος, στάθηκε μπροστά μου και μου είπε· το παιδί θα μείνει εδώ, εσύ προχώρα, που τη βρήκα τη δύναμη εγώ η ασήμαντη χαροκαμένη μάνα του Πόντου; Στάθηκα όρθια μπροστά του και του είπα βήμα δεν κάνω, κοίτα μπορείς να με σκοτώσεις δεν σε φοβάμαι, αλλά το παιδί μου δεν θα το αφήσω άθαφτο, ούτε ο δικός σου θεός δεν το επιτρέπει αυτό. Εγώ το παιδί μου θα το θάψω, σκότωσέ με, αλλά δεν μπορείς να με κάνεις να κάνω βήμα απο εδώ. Μόνο σε παρακαλώ μην πυροβολήσεις στην καρδιά εκεί είναι το αγόρι μου, μην το σκοτώσεις δυο φορές και εκείνος σημάδεψε και πυροβόλησε στην καρδιά μου».

«Και έρχεστε εσείς σήμερα και αμφισβητείτε τη Γενοκτονία, το αποκαλείτε εθνοκάθαρση, ανταλλαγή πληθυσμών, μετατόπιση πληθυσμών, λες και όλα αυτά κρύβουν λιγότερο πόνο, λες και όλα αυτά δικαιολογούν τους δράστες. Αν θέλετε όμως να παίξουμε με τις λέξεις να παίξουμε, παίξτε όμως τίμια, Γενοκτονία ήταν, με την αυστηρή έννοια του όρου όπως τον έθεσαν τα Ηνωμένα Έθνη»

Με την σημερινή μας μαζική παρουσία αποδεικνύουμε ότι δεν είμαστε απλώς απόγονοι των γενοκτονηθέντων, αλλά η φωνή τους, οι συνεχιστές του αγώνα τους. Ανεξαρτήτως αν είμαστε Πόντιοι στην καταγωγή ή όχι, είμαστε εδώ για να ενώσουμε τις φωνές μας μαζί με τις φωνές όλης της δημοκρατικής ανθρωπότητας που απαιτούν τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια για να αρκεστούμε στη στείρα επικοινωνιακή ρητορική που ακολουθούσαμε τόσα χρόνια, αλλά αποτελεί κοινή απαίτηση η εναντικοποίηση του αγώνα μας μέσα απο συγκεκριμένες ενέργειες, μελέτες και πρωτοβουλίες, για να ευδοκιμήσει ο αγώνας της αναγνώρισης και της δικαίωσης των ψυχών.

Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι έχουμε δώσει πολλούς αγώνες στην πορεία μας. Βρεθήκαμε ξένοι και απο πολλούς ανεπιθύμητοι στην ίδια μας την πατρίδα και έχοντας ως μοναδικό όπλο την ταυτότητά μας, καταφέραμε να επιβιώσουμε και μέσα απο τον όλεθρο να δημιουργήσουμε ένα νεο μέλλον για εμάς και τα παιδιά μας. Είναι η στιγμή που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον θύτη και να θέσουμε τα δεδομένα στη σωστή τους διάσταση, φέρνοντας την Τουρκία ενώπιον των εγκλημάτων της. Δεν είμαστε λαός ο οποίος έχει ξεχάσει το παρελθόν του και αυτό γιατί η φλόγα της μνήμης συνεχίζει να παραμένει άσβεστη, μέρα με τη μερα δυναμώνει και καίει τους αιμοσταγείς και αδίστακτους «ήρωες».

Σε αυτό το σημείο οφείλω να υπογραμμίσω τον σημαίνοντα ρόλο που διαδραματίζει ο Δήμος Πάφου στην προσπάθειά μας για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Είναι χρήσιμο να τονιστεί ακόμα και αν αυτό ενοχλεί κάποιους, πως μετά απο σχεδόν τριάντα χρόνια ουσιαστικής προσφοράς των Ελλήνων Ποντίων στην Παφο, έγινε κατορθωτό για πρώτη φορά επι της δικής μας θητείας να περάσουμε απο τα πολλά υποσχόμενα λόγια τόσων ετών, στο να στηριχθεί έμπρακτα το δικαίωμα των Ελλήνων Ποντίων να τιμούν την ιστορία τους ως αφύπνιση της μνήμης. Γα τον λόγο αυτό οφείλω να ευχαριστήσω απο καρδιάς όλους τους συναδέλφους δημοτικούς συμβούλους για τη στήριξη και την ουσιαστική συνεργασία μας, τους υπαλλήλους του Δήμου Πάφου για τη σκληρή δουλειά και το συγκινητικό ενδιαφέρον που επέδειξαν για τη διοργάνωση των εκδηλώσεων, αλλά και όλους όσοι συνέβαλαν και συνεργάστηκαν για αυτό το αποτέλεσμα. Ειδικότερα όμως θα ήθελα να απευθύνω τις ιδιαίτερες και θερμές ευχαριστίες τόσο τις δικές μου, όσο και σύσσωμης της Ποντικής Κοινότητας στον δήμαρχο Πάφου κ. Φαίδωνα Φαίδωνος, ο οποίος με ζήλο, πολιτική βούληση, επιμονή και υπομονή κατάφερε αυτά που για άλλους φάνταζαν μακρινά και ουτοπικά. Είναι ο μόνος που άφησε κατα μέρους τα ευχολόγια και με περίσσεια αποφασιστηκότητα μεσα απο συγκεκριμένες ενέργειες και θέσεις τόλμησε να αναδείξει όσο κανένας άλλος την ιστορία μας, τις ρίζες μας και την ελληνική ψυχή μας.

Κλείνοντας, γίνεται αντιληπτό πως αυτό που προέχει είναι να συστρατευτούμε προκειμένου μέσα απο ουσιαστικές πρωτοβουλίες να καταστήσουμε εφικτή, αφενός την ενσωμάτωση του Ποντιακού Ελληνισμού στις επιταγές της σύγχρονης Κυπριακής Δημοκρατίας, και αφετέρου την ανάδειξης της πνευματικής, ιστορικής και πολιτισμικής μας ταυτότητας. Αποκτώντας με αυτό τον τρόπο τις στέρεες βάσεις αλλά και τα κατάλληλα αντισώματα κατα των εθνικιστικών εξάρσεων, των παρερμηνειών και των παραχαράξεων των ιστορικών δεδομένων, ώστε να αποτρέψουμε οχι μονο τη διαστρέβλωση και τον αφανισμό δεδομένων του παρελθόντος, αλλά και την αλλοιώση της εθνικής μας ταυτότητας, γιατί όπως είπε ο Σεφέρης «Σβήνοντας ένα κομμάτι απο το παρελθόν είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι απο το μέλλον».

Ο Ηλίας Πετρόπουλος

PETROPOYLOS.HLIAS.PAFOS.GENOKTONIA.19.5.2023

Στην ομιλία του ο Ηλίας Πετρόπουλος, τόνισε:

Υπό τον όρο Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού εννοούμε την οργανωμένη διαδικασία εξόντωσης (σφαγές και εκτοπισμοί) του ποντιόφωνου πληθυσμού που κατοικούσε στην ευρύτερη περιοχή του Πόντου, δηλαδή της βόρειας και βορειοανατολικής Τουρκίας, από το κίνημα των Νεοτούρκων κατά την περίοδο 1914-1923. Οι οπαδοί του κινήματος αυτού έκαναν χρήση διαφόρων μεθόδων για τον σκοπό αυτό, όπως ο εκτοπισμός, δηλαδή αναγκαστική μετακίνηση σε άλλες περιοχές, συχνά εκθέτοντας τους μετακινούμενους ανθρώπους σε κακουχίες μέχρι τελικής πτώσης, η πείνα, διάφορα βασανιστήρια και δίψα, καθώς και πορείες θανάτου και εκτελέσεις-δολοφονίες εν ψυχρώ. Είμαι βέβαιος πως εδώ στην διχοτομημένη και πολύπαθη Κύπρο τέτοιου είδους θηριωδίες και βάσανα θα πρέπει να γίνονται κατανοητά στον απόλυτο βαθμό και το βαθύτερο νόημα της Γενοκτονίας των Ποντίων και ο πόνος των ανθρώπων μέχρι σήμερα θα πρέπει να συλλαμβάνονται σε όλη τους την διάσταση. Ποιο ακριβώς είναι αυτό το νόημα μετά από 100 και πλέον χρόνια; Πώς βιώνεται αυτό το νόημα σήμερα από τους απογόνους εκείνων των αδικοχαμένων (γνωστών και αγνώστων) ανθρώπων που εκτοπίσθηκαν, σφαγιάσθηκαν, εκτελέστηκαν, απαγχονίσθηκαν, αυτοκτόνησαν για να αποφύγουν την ατίμωση και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο υπέστησαν από τους υποστηρικτές των Νεοτούρκων του Μουσταφά Κεμάλ ο οποίος είχε σκοπό με την βοήθεια ξένων δυνάμεων να εδραιώσει και να επιβάλλει το νέο δόγμα του στην Οθωμανική αυτοκρατορία!

Θα μου επιτρέψετε να αποφύγω τις κουραστικές και μακρές αφηγήσεις με τις λεπτομέρειες του ιστορικού υπόβαθρου της Γενοκτονίας, διότι νομίζω ότι τόσα χρόνια που πραγματοποιούνται εκδηλώσεις για την μαύρη αυτή επέτειο τα έχουμε σίγουρα όλοι πολλές φορές ακούσει και εμπεδώσει. Πρόθεσή μου δεν είναι να σας ‘ζαλίσω’ με κάποιους κουραστικούς (ενδεχομένως και επισφαλείς) και ίσως ανούσιους αριθμούς και γεγονότα που πιθανόν να λησμονηθούν μέχρι αύριο ή μεθαύριο. Και αυτό διότι είναι πλέον πάρα πολύ εύκολο για κάποιον που πραγματικά ενδιαφέρεται να μάθει και να εντρυφήσει, να κάνει μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο ή ακόμα καλύτερα μέσα από σοβαρές και εξειδικευμένες εκδόσεις να γνωρίσει και καλύψει όλο το ιστορικό πλαίσιο με πλούσιες και ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Η δική μου παρουσία απόψε εδώ έχει μάλλον έναν άλλο ρόλο, ίσως όχι τόσο συνηθισμένο για τέτοιες περιστάσεις και θα έλεγα ίσως πολύ πιο απλό.

Παρακαλώ πολύ να λάβετε σοβαρά υπ’ όψιν ότι προσωπικά δεν ασχολούμαι σε επιστημονικό επίπεδο με το ζήτημα της Γενοκτονίας, δεν είμαι δηλαδή ‘γενοκτονολόγος’, (ούτε και φιλοδοξώ άλλωστε), αλλά από ειδικότητος ενδιαφέρομαι για το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο της μακρόχρονης πορείας του Ελληνισμού στον Εύξεινο Πόντο με επιστημονική εξειδίκευση στους αρχαίους χρόνους. Λόγω όμως της ποντιακής μου καταγωγής, της επί δεκαετίες ενασχόλησής μου με την ποντιακή μουσική και τον πολιτισμό, θεώρησα ότι έχω χρέος να μοιραστώ μαζί σας ορισμένες σκέψεις απόψε και για τον λόγο αυτό απεδέχθην εκθύμως την ευγενική πρόσκληση του Δήμου Πάφου.

Επίσης, θα ήθελα να καταθέσω και μια προσωπική μαρτυρία που εβίωσα ως νεαρός έφηβος στο Β΄ Παγκόσμιο Συνέδριο Ποντιακού Ελληνισμού στα μέσα Αυγούστου του 1988, όταν για πρώτη φορά έγινε επίσημα εισήγηση για την θέσπιση της Γενοκτονίας των Ποντίων από τους Νεότουρκους (η οποία να σημειωθεί ότι άργησε να έρθει 6 χρόνια, μόλις το 1994 το ελληνικό κοινοβούλιο έκανε το αίτημα αποδεκτό). Εκεί λοιπόν κατά το πέρας του Συνεδρίου ετέθη προς ψηφοφορία το ζήτημα της Γενοκτονίας και έλαβε μόνο 11 θετικές ψήφους εκ των εκατοντάδων συνέδρων που είχαν συρρεύσει από όλα τα μέρη της Ελλάδας και της υφηλίου. Μεταξύ αυτών των 11 θετικών ψήφων η μία ήταν του πατέρα μου και η δεύτερη δική μου (όπου σημειωτέον συμμετείχα ως ο νεότερος σύνεδρος). Μόλις ανακοινώθηκε το αποτέλεσμα της αρνητικής πλειοψηφίας, υπέστημεν και οι 11 τους άδικους προπηλακισμούς και τις βαριές ύβρεις και κατηγορίες όλων των υπολοίπων επειδή θεωρούσαν ότι με τις θετικές μας ψήφους φέρνουμε σε δύσκολη θέση τον πρωθυπουργό (ο οποίος επρόκειτο να παραστεί αλλά τελικά δεν κατάφερε να έρθει) και την ίδια την χώρα με πιθανό ενδεχόμενο να προκαλέσουμε την οργή των Τούρκων και πιθανώς ένα πολύ σοβαρό διπλωματικό επεισόδιο. Έκτοτε βέβαια πολλά πράγματα άλλαξαν και οι πολέμιοι έγιναν ξαφνικά υπέρμαχοι της Γενοκτονίας, ενώ κάποιοι εξ αυτών προσπάθησαν να κτίσουν και ολόκληρη καριέρα με το θέμα της Γενοκτονίας των Ποντίων.

Η παρουσία μου εδώ λοιπόν απόψε έχει ως απώτερο στόχο να καταθέσω κάποιους προβληματισμούς και συλλογισμούς προς περαιτέρω σκέψη και στοχασμό. Πρώτ’ απ’ όλα θα ήθελα να επισημάνω κάτι που νομίζω ότι θα πρέπει συνεχώς όλοι (και ιδίως η νέα γενιά) να έχουμε κατά νου: η ιστορία του ποντιακού Ελληνισμού δεν είναι μόνο η γενοκτονία και αποκλειστικά εκείνη η μαύρη περίοδος των ολίγων ετών. Σαφώς και τα συγκλονιστικά αυτά γεγονότα που σφράγισαν την ελληνική παρουσία στον Πόντο και οδήγησαν στην προσφυγιά το μεγαλύτερο μέρος του εγκατεστημένου πληθυσμού, αποτέλεσαν τον αιματηρό επίλογο της επί 2600 περίπου χρόνια ελληνοφωνίας εκεί και της άνθισης του ελληνικού πολιτισμού. Ας μην λησμονούμε όμως ότι ο Πόντος άρχισε να κατοικείται μόνιμα από έλληνες μετανάστες που ήρθαν στον Εύξεινο Πόντο με αφετηρία την ιωνική και την αιολική ακτή της δυτικής παραλίας της Μικράς Ασίας και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου περί το 650 π.Χ. και έτσι ιδρύθηκαν οι ελληνικοί οικισμοί της Σινώπης, της Αμισού, της Τραπεζούντας, των Κοτυόρων και πάρα πολλές άλλες ακόμα σε ολόκληρη την παρευξείνια ακτογραμμή.

Δεύτερον, να υπομνήσω ότι πέραν του ιστορικού και του νομικού καθεστώτος που ισχύει για τα επιμέρους ζητήματα της Γενοκτονίας και έχουν σχεδόν πλήρως μελετηθεί, απείρως διατυπωθεί και εξακολουθούν να μελετώνται από τους ειδικούς, υπάρχει και μια άλλη εξίσου σημαντική παράμετρος που μάλλον λησμονούμε ή ορθότερα θεωρούμε υποδεέστερη ή δεν έχουμε ακόμα σκεφθεί. Εννοώ την θεολογία του ζητήματος της Γενοκτονίας. Ας μην ξεχνάμε ότι ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίον όλοι αυτοί οι άνθρωποι εκτελέσθηκαν και απωλέσθησαν βάναυσα ήταν μόνο και μόνο επειδή προσδιορίζονταν ως χριστιανοί ορθόδοξοι! Αυτή ήταν η κυρίαρχη αιτία της προσπάθειας των Νεοτούρκων για να εξοντώσουν και να εξαφανίσουν όχι μόνο τους χριστιανούς Ποντίους, αλλά και όλους τους χριστιανικούς πληθυσμούς απανταχού της Μικρασιατικής επικράτειας. Τους ενοχλούσε και τους χαλούσε τα μελλοντικά σχέδια για το τουρκικό κράτος που σκόπευαν να ιδρύσουν επάνω στο λείψανο της παραπαίουσας και φθίνουσας πλέον Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η παρουσία μη μωαμεθανικών υπηκόων. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, μέχρι σήμερα στον Πόντο και στην ευρύτερη περιοχή της Τραπεζούντας εξακολουθούν να υπάρχουν ποντιόφωνοι πληθυσμοί οι οποίοι, πριν ακόμα ξεκινήσει η ολέθρια εκστρατεία των Νεοτούρκων, είχαν προ πολλού ασπασθεί το Ισλάμ διατηρώντας την ελληνική διάλεκτό τους. Για αυτό τον λόγο δεν τους πείραξαν και σήμερα μπορεί κάποιος επισκέπτης στην Τραπεζούντα και δη στα χωριά του Όφεως να ακούσει συγκινημένος το αρχαιοπρεπές εκείνο ιδίωμα της ποντιακής διαλέκτου με τα απαρέμφατα και κάποια άλλα χαρακτηριστικά που η σύγχρονη ελληνική έχει απολέσει.

Κατά συνέπεια, η παραπάνω διαπίστωση θα μπορούσε νομίζω να μας επιτρέψει να κάνουμε ένα επόμενο βήμα και να σκεφθούμε ότι εάν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, γνωστοί και άγνωστοι (μόνο ο Κύριος οίδε), που αδίκως έχασαν την ζωή τους αποκλειστικά και μόνο επειδή έδιναν ομολογία Χριστού, θα μπορούσαν σήμερα να ονομάζονται ως Χριστομάρτυρες και όχι απλώς εθνομάρτυρες. Μέσα σε αυτό το συλλογιστικό πλαίσιο κρύβεται όπως προείπα ένα βαθύτερο νόημα του ζητήματος της Γενοκτονίας και συγκεκριμένα η θεολογία της Γενοκτονίας που μάλλον δεν έχει αναδειχθεί στον απαραίτητο βαθμό ώστε να γίνει κτήμα όλων. Εάν πράγματι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να στηριχθεί, τότε θα έπρεπε εμείς να τους μνημονεύουμε και να τους τιμούμε ως Χριστομάρτυρες. Προφανώς θα πρέπει και η εκκλησία να το λάβει αυτό πολύ σοβαρά υπ’ όψιν ώστε κάθε 19 Μαΐου, μια ημέρα εντελώς συμβατική οφείλω να ομολογήσω, να κάνει ειδική αναφορά στο εκκλησιαστικό ημερολόγιο, ίσως μάλιστα θα μπορούσε να γίνει και μια ξεχωριστή προσθήκη στο Συναξάρι του Μηναίου της ημέρας, περί των «εν Πόντω αδίκως αναιρεθέντων Χριστομαρτύρων». Και σας μιλώ αυτήν την στιγμή ως εν ενεργεία ιεροψάλτης επειδή τον τελευταίο καιρό με προβληματίζει πολύ σοβαρά αυτή η έλλειψη και η σχεδόν εξοργιστική απουσία κάποιας σχετικής μνείας στα δίπτυχα της Εκκλησίας μας ανήμερα της 19ης Μαΐου.

Αυτός ο προβληματισμός μου άλλωστε στάθηκε και το έναυσμα για να συντάξω και να αποστείλω μια σχετική επιστολή-πρόταση για αγιοκατάταξη όλων των Χριστομαρτύρων του Πόντου (και της Θράκης) στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος τον Μάιο του 2019, με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από τις 19 Μαΐου 1919, και προσωπικά στον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο, αλλά δυστυχώς δεν έλαβα καμία απόκριση. Την ίδια επιστολή απέστειλα ξανά ακριβώς έναν χρόνο μετά, μα και πάλι δίχως καμία απολύτως ανταπόκριση. Ήλπιζα ότι μια απάντηση θα ήταν ικανή να διαλευκάνει τους όποιους προβληματισμούς μου επ’ αυτού και θα μπορούσα επίσημα πλέον να γνωρίζω εάν κάτι τέτοιο είναι εφικτό ή όχι και πού πιθανόν να προσκρούει μια τέτοια πρόταση. Η έκπληξή μου έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν ένας ιεράρχης που σήμερα πια δεν βρίσκεται στην ζωή, επειδή του είχα ζητήσει τηλεφωνικά να τον επισκεφθώ για μια πολύ σύντομη συνάντηση σχετικά και να τον συμβουλευθώ, μου είπε «να μην έρθεις για αυτό», σε αντίθεση με κάποιους άλλους ιεράρχες που είχαν την καλοσύνη να βρουν λίγο χρόνο και να μιλήσουν μαζί μου τηλεφωνικά, συγχαίροντας και ενθαρρύνοντάς με για την πρωτοβουλία μου αυτή και με την προτροπή μάλιστα να μην εγκαταλείψω την προσπάθεια! Τέλος, δεν μπορώ να αποσιωπήσω το γεγονός ότι υπήρξαν και κάποιοι πολύ γνωστοί και καταξιωμένοι Πόντιοι οι οποίοι είχαν την καλοσύνη να μου τηλεφωνήσουν για να με επιπλήξουν για όλα αυτά που έκανα επειδή τους φαίνονταν εξωπραγματικά και φαιδρά.

Λίγους μήνες αργότερα όμως ευτύχησα να πληροφορηθώ τυχαία μέσα από ένα σχετικό ηλεκτρονικό μπλογκ ότι το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας με ομόφωνη απόφασή του από το 2020, κάθε 19 Μαΐου θα κάνει ειδική μνημόνευση για τους Χριστομάρτυρες του Πόντου. Ίσως τελικά η επιστολή μου, η οποία είχε ήδη κάνει τον γύρο του διαδικτύου (μπορεί κάποιος μέχρι αυτήν την στιγμή να την βρει πολύ εύκολα με μια απλή αναζήτηση), πολύ πιθανόν να υπέπεσε στην αντίληψη κάποιου μέλους του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Όπως και να’ χει πάντως, αυτή ήταν μια πολύ ενθαρρυντική αρχή που ίσως θα έπρεπε να ασπασθούν και άλλες ορθόδοξες εκκλησίες του κόσμου! Ας ελπίσουμε ότι κάποια στιγμή και η επίσημη Εκκλησιαστική διοίκηση της Ελλάδας θα αναλάβει τις ευθύνες που της αναλογούν και θα προχωρήσει σε μια απάντηση, θετική ή αρνητική. Από την άλλη πλευρά, δεν σας κρύβω ότι μου κάνει μέχρι σήμερα τεράστια εντύπωση η εκκωφαντική απουσία του οργανωμένου ποντιακού χώρου σε όλη αυτήν την ηθική και άδολη προσπάθεια! Είναι βλέπετε πολύ πιθανόν η σύλληψη της ομοσπονδιακού χαρακτήρα δράσης και οράματος ορισμένων εμπνευσμένων ανθρώπων να εξαντλείται στην άψογη διοργάνωση και διεκπεραίωση αποκλειστικά μεγάλων εκδηλώσεων χορευτικού περιεχομένου άπαξ του ενιαυτού.

Το τρίτο και τελευταίο θέμα που θα ήθελα εν συντομία να αναπτύξω αφορά τον τρόπο που σήμερα εμείς οι απόγονοι εκείνων των ανθρώπων που χάθηκαν τόσο άδικα, αλλά και εκείνων που μέσα από δυσκολίες και κακουχίες κατόρθωσαν σώοι (αλλά όχι αβλαβείς) τελικά να έρθουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, βιώνουμε και, κατά το δυνατόν, συνεχίζουμε την ποντιακή παράδοση και κουλτούρα. Σε κάθε περίπτωση η δράση και η λειτουργία ποντιακών σωματείων ανά την Ελλάδα και τον κόσμο έπαιζε και εξακολουθεί να αποτελεί έναν σημαντικότατο πυλώνα για την εκμάθηση και την διάδοση του ποντιακού πολιτισμού, συνήθως σε θέματα χορού και τραγουδιού. Ιδίως δε κατά τις πρώτες δεκαετίες της προσφυγιάς που το κύριο μέλημα ήταν η αδήριτη ανάγκη για την αντιμετώπιση των ιδιαίτερα σκληρών συνθηκών της ζωής και την απόκτηση των βασικών αγαθών για την συνέχιση μιας αξιοπρεπούς ζωής στην νέα πατρίδα, οι νεοϊδρυθέντες τότε ακόμα σύλλογοι αποτελούσαν μοναδικό αποκούμπι και στήριγμα για τους πρόσφυγες και τα παιδιά τους. Μέσα σε τέτοιους συλλόγους προσπαθούσαν με πενιχρά και ίσως ανύπαρκτα μέσα να διαφυλάξουν και να μεταλαμπαδεύσουν την νοσταλγία για τον πολιτισμό και τα έθιμα της μακρινής και αλησμόνητης πατρίδας. Κάθε πολιτιστικός ποντιακός σύλλογος ήταν κατά κάποιο τρόπο ένας μικρός Πόντος, ένα μικρό κομμάτι, το άρωμα και η συνέχεια όλων εκείνων που έμειναν πίσω στην Μικρά Ασία και χάθηκαν.

Μέσα σε όλη αυτήν όμως την προσπάθεια θεωρώ ότι έχουμε, σχεδόν, εγκληματικά αμελήσει και ανεπανόρθωτα παραμελήσει ένα πολύ βασικό στοιχείο του ποντιακού μας πολιτισμικού θησαυρού, εγκαταλείποντάς το στο περιθώριο (πολλές φορές μάλιστα «δια τον φόβο των Ιουδαίων» μήπως και κατηγορηθούμε τουρκόσποροι ή όπως αλλιώς, και στιγματιστούμε από το κοινωνικό μας περιβάλλον) και φοβούμαι ότι ήδη για πολλές επιμέρους περιπτώσεις είναι ανεπιστρεπτί αργά. Εννοώ φυσικά το φλέγον ζήτημα της ποντιακής διαλέκτου με τα δεκάδες ή εκατοντάδες, αν δεν κάνω λάθος ιδιώματα και ντοπιολαλιές. Πολλές φορές οι γονείς και οι παππούδες μας δεν μας επέτρεπαν να μιλάμε ποντιακά για να μην κάνουμε λάθη στην έκθεση μη τυχόν και δεν μάθουμε καλά τα νέα ελληνικά. Συχνά δε και οι ίδιοι οι δάσκαλοι και οι καθηγητές επέπλητταν εκείνους τους μαθητές που στα διαλλείματα προτιμούσαν να μιλούν μεταξύ τους στα ποντιακά επειδή η διαλεκτοφωνία ήταν και εν πολλοίς ακόμα εξακολουθεί να παραμένει ένα υποτιμητικό στοιχείο, χαρακτηριστικό ενός υποανάπτυκτου ανθρώπου από το χωριό. Αλίμονο σε εκείνους τους δασκάλους του γένους που δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν πόσο εγκληματική ήταν αυτή η συμπεριφορά τους απέναντι τόσο στα παιδιά, όσο και στην ίδια την διάλεκτο, ένα από βασικά χαρακτηριστικά της οποίας ήταν η προφορικότητά της. Για τους λόγους αυτούς, κυρίως, φθάσαμε σήμερα να μην γνωρίζει η νέα γενιά την ποντιακή, καθώς και άλλες ελληνικές διαλέκτους (φερ’ ειπείν την τσακώνικη ή την διάλεκτο της Σινασού), όπως θα έπρεπε, με κίνδυνο την οριστική τους εξαφάνιση από τον γλωσσικό χάρτη της χώρας μας. Ακόμα και εδώ στην Κύπρο μαθαίνω, για να μην πω στην Κρήτη και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, η νέα γενιά υστερεί ή αγνοεί την τοπική διάλεκτο. Το χειρότερο βεβαίως απ΄ όλα όσα αναφέρω είναι ότι για πολλά ιδιώματα και ποικιλίες της ποντιακής, τουλάχιστον, είναι ήδη πολύ αργά, διότι η πρώτη γενιά προσφύγων από τον Πόντο έχει πλέον χαθεί και μαζί της χάθηκε ανεπιστρεπτί όλος αυτός ο γλωσσικός μας πλούτος. Μπορείτε τώρα να αναλογισθείτε το μέγεθος των απωλειών;

Τι κάνουμε λοιπόν εμείς σήμερα που αναγνωρίζουμε την πολύτιμη αξία και την ανάγκη διαφύλαξης και διατήρησης των ελληνικών μας διαλέκτων; Επί 200 έτη στα ελληνικά πανεπιστήμια δεν υπήρξε ποτέ, εξ όσων μπορώ να γνωρίζω, κανένα μάθημα διδασκαλίας κάποιας εκ των διαλέκτων και δεν υπήρξε ποτέ κάποια σοβαρή προσπάθεια εκπόνησης ενός επιστημονικού προγράμματος προς αυτήν την κατεύθυνση ή κάποια υπεύθυνα οργανωμένη εκστρατεία από επιστημονικό φορέα για σχετική αφύπνιση και ενημέρωση. Θα τολμούσα να πω από την εμπειρία μου ότι ακόμα και για τους γλωσσολόγους, εκείνους δηλαδή τους ανθρώπους που υποτίθεται ότι είναι οι πλέον αρμόδιοι, κάτι τέτοιο θεωρήθηκε μέχρι πρότινος εντελώς ανώφελο. Για αυτό και δεν έκαναν τίποτα. Προφανώς κάποιοι έχουν την τεράστια ευθύνη για την απουσία μέχρι τώρα κάποιας σοβαρής μέριμνας ώστε να μη χαθούν οι διάλεκτοι ή έστω να προλάβουν κάπως να αποτυπωθούν. Σε αντίθεση με όλα αυτά, εμείς στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και στο Τμήμα Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξείνιων Χωρών κάναμε, θεωρώ, ένα πολύ μικρό βήμα για να αντιμετωπίσουμε, όσο ακόμα προλαβαίνουμε, την οδυνηρή αυτή κατάσταση. Ιδρύσαμε και ένα Εργαστήρι Μελέτης, Καταγραφής και Διάσωσης της Ποντιακής διαλέκτου στο Τμήμα αυτό το έτος 2021 και πρωτοστατήσαμε εισάγοντας στο Προπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών το μάθημα «Εκμάθηση της Ποντιακής Διαλέκτου Ι & ΙΙ» σε δύο εξάμηνα του δευτέρου έτους ως μάθημα ελεύθερης επιλογής για τους ενδιαφερόμενους φοιτητές. Μέχρι σήμερα που διανύουμε το 4ο κατά σειρά έτος διδασκαλίας το μάθημα προσφέρεται στους φοιτητές με μεγάλη επιτυχία και αποδοχή.

Το ευτύχημα είναι ότι αυτό το παράδειγμα του Τμήματός μας το ακολούθησαν στην πορεία και άλλα πανεπιστήμια (το πανεπιστήμιο της Κρήτης και νομίζω και το πανεπιστήμιο Κύπρου). Έπρεπε φαίνεται κάποιος να κάνει την αρχή για πάρει επάνω του την ρετσινιά! Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή του εγχειρήματος προσωπικά άκουσα πολλές κατηγορίες και προσβολές, αλλά δεν κατάφεραν να με πτοήσουν ούτε να σταθούν εμπόδιο για την υλοποίησή του. Και ελπίζουμε ότι μελλοντικά θα μπορέσουμε να βρούμε και έμπρακτη στήριξη για να καταφέρουμε να υλοποιήσουμε προγράμματα εκπόνησης διδακτορικών διατριβών με υποτροφία ώστε να καλύψουμε το τεράστιο κενό που έχει δημιουργηθεί από την αδιαφορία και την αμέλεια τόσων ετών. Αν και έχω ήδη απευθυνθεί σε μεγάλους φορείς για τέτοια στήριξη, δυστυχώς δεν λάβαμε καμία θετική ανταπόκριση από κανέναν. Αυτό πιθανόν να οφείλεται και στην γενικότερη πτώση για ανάγκη σε ανθρωπιστικές σπουδές τόσο στην Ελλάδα, όσο και στον κόσμο ευρύτερα. Κάποια στιγμή όμως ίσως αντιληφθούμε την σπουδαιότητά τους και ξανανιώσουμε την ανάγκη να στρέψουμε το βλέμμα μας σε αυτές. Ελπίζω μόνο τότε να μην είναι πολύ αργά!