Κωνσταντίνος Φωτιάδης, Ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας Παιδαγωγική Σχολή Φλώρινας

Εορταζόταν η επέτειος του Πολιούχου της Τραπεζούντας Αγίου Ευγενίου στις 21 Ιανουαρίου 1918. Ήταν μονοεκκλησιά. Πολύς κόσμος κατέκλυσε το μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γρηγορίου. Η λειτουργία ετελείτο με κατάνυξη και επιβλητικότητα. Ύστερα από την ανάγνωση του Ιερού ευαγγελίου ο ιεροκήρυξ από τον άμβωνα μίλησε για τον Άγιο Ευγένειο, τον βίον του ξηρά και τετριμένα. Η ψυχή του πλήθους δεν ανακουφίστηκε. Και αυτός ο προεξάρχων της τελετής υπέροχος Ιεράρχης μητροπολίτης Χρύσανθος δεν φάνηκε ικανοποιημένος. Τότε εμφανίστηκε από την Ωραία Πύλη και μίλησε ο ίδιος, εξαιρετικά ωραία. Μπήκε στα κατάβαθα των καρδιών και των ψυχών.« Ότι μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, είπε, από την ζωή και το μαρτύριον του Αγίου Ευγενίου, είναι η ωραιότης του θανάτου του». Και περιέγραψε τον ωραίο θάνατο, ο οποίος επέρχεται στον αγώνα της ζωής για τα μεγάλα ιδανικά, την ελευθερία, την πίστη.

Είναι γνωστή η βαθιά θρησκευτική πίστη των Ελλήνων του Πόντου και οι αγώνες τους στο πέρασμα των αιώνων για την υπεράσπιση και το σεβασμό της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού. Το μαρτυρούν ως σήμερα τα ερείπια εκατοντάδων μοναστηριών και εκκλησιών, που έχουν το κουράγιο να αντιστέκονται όχι μονάχα στο φθοροποιό χρόνο και στη συνειδητή καταστροφή και βαρβαρότητα μιας μεγάλης κατηγορίας φανατικών μουσουλμάνων, αλλά κυρίως στους απαράδεκτούς μηχανισμούς των τουρκικών κυβερνήσεων, οι οποίες μάταια επιχειρούν έναν αιώνα ολόκληρο να πετύχουν την τουρκοποίηση τον μικρασιατικού πολιτισμού.

Οι τουρκικές κυβερνήσεις μπορεί να πέτυχαν στις αρχές τον αιώνα μας την πολιτική γενοκτονία των Αρμενίων, των Ελλήνων τον Πόντου και πολλών άλλων εθνοτήτων. Δεν κατόρθωσαν όμως όλα αυτά τα χρόνια να οικειοποιηθούν τα εδάφη αυτά. Τους καταδιώκουν οι Ερινύες. Νιώθουν ανασφαλείς και ξένοι, γι' αυτό και δεν τόλμησαν να εποικίσουν τις περιοχές αυτές με άλλες τουρκογενείς εθνότητες. Έτσι η άρχουσα τάξη μπορεί να κέρδισε προσωρινά τη μάχη, δεν κέρδισε όμως το στόχο της. Το σύνθημα των Νεοτούρκων "Η Τουρκία στους Τούρκους" το οποίο υιοθετήθηκε και από όλες τις μεταγενέστερες τουρκικές κυβερνήσεις, εξαιτίας της αχαρακτήριστης και τυραννικής συμπεριφοράς τους οδήγησε στο αντίθετο ακριβώς από το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Ο βίαιος προγραμματισμός της τουρκοποίησης όλων των εθνοτήτων της Μικράς Ασίας προκάλεσε το ξύπνημα της εθνικής συνείδησης, το οποίο λειτουργεί ως βραδυφλεγής βόμβα στα σωθικά του αυταρχικού τουρκικού κράτους. Μια μια οι διάφορες εθνότητες άρχισαν να μελετούν το λαϊκό τους πολιτισμό, την ιστορία τους και να αναζητούν την εθνική τους ταυτότητα.

Σήμερα οποιαδήποτε πολιτισμική γενοκτονία επιχειρούν αποβαίνει σε βάρος της δικής τους παραμονής στα τα εδάφη αυτά, γιατί αποδεικνύουν με τη συμπεριφορά τους αυτή την ανασφάλεια που τους διακατέχει. Όλους αυτούς τους αιώνες είχαν επιβληθεί μόνο στρατιωτικά. Στην παγκόσμια ιστορία είναι γνωστή η πολιτική των κατοχικών κρατών. Είναι αποδεδειγμένο ότι το άγχος της εξουσίας οδηγεί τους στρατοκράτες όχι στο σεβασμό και τη συνέχιση των πολιτισμών που κατακτούν, αλλά στην καταστροφή, η οποία όμως μοιραία αλλά σταθερά οδηγεί και στη δική τους αυτοκαταστροφή.

Η Τουρκία σήμερα βρίσκεται στα πρόθυρα μιας τέτοιας κρίσης, γιατί, όλους αυτούς τους αιώνες, δε σεβάστηκε τους ανώτερους πολιτισμούς που ευτύχησε να κατακτήσει. Δε σεβάστηκε τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, το ρωμαϊκό, το βυζαντινό, το νεοελληνικό που ανόρθωσε την οικονομία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πάνω από όλα όμως δε σεβάστηκε την ανεξιθρησκία των εκατομμυρίων χριστιανών της Μικράς Ασίας, με αποτέλεσμα σήμερα το κέντρο της Ορθοδοξίας, η Κωνσταντινούπολη, που άλλοτε αριθμούσε 22 εκατομμύρια Χριστιανούς, να εκπροσωπείται στις μέρες μας από 2.500 τελευταίους μάρτυρες.

Ο Πόντος δέχτηκε για πρώτη φορά το κήρυγμα του Ευαγγελίου από τον απόστολο Ανδρέα, ο οποίος ξεκίνησε το ιεραποστολικό του έργο από την Αμισό, όπου "πολλούς εδίδαξε και είλκυσεν εις τον χριστιανισμόν”.[1]

Από την Αμισό κατευθύνθηκε στην Τραπεζούντα. Εκεί συνέχισε τα κηρύγματά του μέσα σ' ένα σπήλαιο, στο οποίο αργότερα οι χριστιανοί, επειδή "πολλά πλήθη προσαγαγών τω Χριστώ"1 , έχτισαν στη μνήμη του ένα μικρό εκκλησάκι που γιόρταζε στις 30 Νοεμβρίου[2].

Ο Απόστολος Ανδρέας επισκέφτηκε και δεύτερη φορά τον Πόντο[3], επειδή ο χριστιανισμός δεν είχε ακόμη ριζώσει "δια την επιμονήν των πολλών εις την αρχαίαν θρησκείαν".[4]Η πλειοψηφία συνέχιζε να λατρεύει τις ελληνικές Θεότητες και κυρίως τον εξελληνισθέντα θεό Μίθρα-Ήλιο-Απόλλωνα.[5]

Έχοντας ως βάση το σπήλαιο με τις φωτισμένες διδασκαλίες του "τους των ειδώλων θεραπευτάς και των βωμών νεωκόρους ελέγχων κατήσχυνε και τας κεχερσωμένας ψυχάς εκάθηρε και τον ευαγγελικόν σπόρον καταβαλών εν τριάκοντα και εξήκοντα και εν εκατόν εγεώργησεν".[6]

Χρόνο με το χρόνο οι μαθητές του αποστόλου Ανδρέα πλήθαιναν και το νέο φως του Ευαγγελίου και της χριστιανοσύνης ρίζωνε σταθερά σ' όλες τις επαρχίες τον Πόντου, παρά τα σοβαρά προβλήματα που προκαλούσαν οι ειδωλολάτρες και η ρωμαϊκή διοίκηση. Οι Τραπεζούντιοι με υπερηφάνεια καυχιόντουσαν πάντα, γιατί “μη άλλων δόξαν δεδέχθαι ποτέ περί πίστεως όλον το φύλον ημών, Τραπεζούντος φαμέν και πάσης Χαλδίας της περιοικίδος απάσης, παρά τα δεδογμένα εκ του πρωτοκλήτου των αποστόλων Ανδρέου του πάνυ και του μεγάλου μάρτυρος Χριστού Ευγενίου και των αγίων και οικουμενικών επτά συνόδων· ταύτα γαρ ημείς φρονούμεν και δοξάζομεν ορθώς, και παρά ταύτα έτερον ου δεχόμεθά τι καν ει τι και είη το κηρυττόμενον, αλλ' ως έκφυλον και άθεον ούτε τις των πάλαι και προ ημών εδέξατο, ουθ' ημείς δεξοίμεθα πώποτε”.[7]

Οι φοβεροί διωγμοί των χριστιανών από τούς αυτοκράτορες της Ρώμης, που κράτησαν τρεις αιώνες, δεν μπόρεσαν να λυγίσουν το θρησκευτικό τους φρόνημα, αλλά απλά καθυστέρησαν τον εκχριστιανισμό ολοκλήρου τον Πόντου. Κάθε φορά που το δέντρο της πίστης ήταν έτοιμο να ανθήσει και να βλαστήσει, στην πιο κρίσιμη περίοδο, γράφει ο Ματθαίος Παρανίκας, "επήρχετο ο διωγμός, όστις απηνώς εθέριζεν αυτούς, αναγκάζων άλλους μεν να εξομνύωσιν, άλλους να αναχωρώσιν εις τας ερήμους, άλλους να προχέωσιν αφόβως το αίμα αυτών υπέρ της πίστεως, ήτις ούτως επί τρεις αιώνας καταδιωκομένη και παλαίουσα διήγε βίον αφανή και πλήρη κινδύνων".[8]

Η παρουσία του αρχιεπισκόπου Νεoκαισαρείας Γρηγορίου, στα μέσα του 3ου αιώνα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον πλήρη εκχριστιανισμό της Τραπεζούντας και ολοκλήρου τον Πολεμωνιακού Πόντου, που ανήκε στη δικαιοδοσία του.[9] Ουσιαστικά συμπλήρωσε το έργο του αποστόλου Ανδρέα, αναπτύσσοντας σ' όλη την περιοχή τον ορθόδοξο χριστιανικό πολιτισμό, που διδάχτηκε μέσω της ελληνικής παιδείας από το δάσκαλό του Ωριγένη.[10]Ο μητροπολίτης Τραπεζούντας και αργότερα αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος γράφει για τον Γρηγόριο ότι: "συμμορφωθείς προς τας συστάσεις και υποθήκας του διδασκάλου (Ωριγένους) "εσκύλευσε" τον Ελληνικόν πολιτισμόν εν τω προσήκοντι τρόπω και μέτρω χρησιμοποιήσας τα "σκυλευόμενα" εν πνεύματι Θεού και εγκεντρίσας αυτά εις τον χριστιανισμόν και την χριστιανικήν λατρείαν, ενώ ο διδάσκαλος εν τη σκυλεύσει υπερέβη πως το μέτρον περιπεσών εν τισιν εις υπερβολάς και πλάνας εγγιζούσας τα εθνικά όρια, ας ηναγκάσθη η Εκκλησία να καταδικάση".[11]

Όσο η Εκκλησία του Χριστού άπλωνε τις ρίζες της ακόμη και στα δυσπρόσιτα μέρη του Πόντου, άλλο τόσο αυξάνονταν και οι καταπιέσεις των χριστιανών, οι οποίες εντάθηκαν ιδιαίτερα στα χρόνια των τελευταίων διωκτών αυτοκρατόρων, Διοκλητιανού (284-305), Γαλερίου (306-311) και Μαξιμίνου (305-313). Ο Πόντος πέρασε μια κρίσιμη εικοσαετία θρησκευτικής γενοκτονίας και μαρτυριών. Για να γλιτώσουν πολλοί χριστιανοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο εσωτερικό της χώρας, στις δύσβατες βουνοκορφές, όπου για χρόνια, όπως αναφέρει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, υφίσταντο, μαζί με όλα τα άλλα προβλήματα, και τις ταλαιπωρίες της φύσης "υπαιθρίοις κρυμοίς και θάλπεσι και όμβροις".[12]

Οι συστηματικοί διωγμοί, αντί να κλονίζουν το φρόνημα των καταδιωκομένων χριστιανών, δυνάμωναν ακόμη περισσότερο τον αγώνα τους για τη διάδοση του χριστιανισμού και τη συντριβή των ειδώλων. Αποτέλεσμα της δυναμικής αντιπαλότητας ήταν η δημιουργία της τάξης των νέων μαρτύρων του Χριστού, μέσα στην οποία ξεχωριστή θέση κατέχουν ο Ευγένιος ο Τραπεζούντιος[13]και οι συναθλητές του Ουαλεριανός από την Εδίσκη της Χαλδίας, Κανίδιος από την Τσολόσαινα της Χαλδίας και Ακύλας από τη Γοδαίνη της Χαλδίας.

Οι αυτοκράτορες Διοκλητιανός και Μαξιμίνος για να συντρίψουν τους χριστιανούς διόρισαν ηγεμόνες της Ανατολής τον Αγρικόλα και τον Λυσία. Ο Λυσίας ανέλαβε την πολιτική και στρατιωτική διοίκηση της Φρυγίας, της Βιθυνίας, της Παφλαγονίας και ολοκλήρου του Πόντου. Πρώτα θύματα της αντιχριστιανικής πολιτικής ήταν στα Σάταλα του Πόντου οι τεσσαράκοντα μάρτυρες[14]από τη Σεβάστεια και τη Νικόπολη ο άγιος Ευστράτιος ο Νικοπολίτης με το τάγμα του[15]και πολλοί άλλοι χριστιανοί, που δεν πρόφτασαν να διαφύγουν.

Την εποχή του Λυσία στην Τραπεζούντα λατρευόταν με ξεχωριστές τιμές από τους εθνικούς ο εξελληνισμένος θεός της Ανατολής Μίθρας, προς τιμήν του οποίου είχαν χτίσει στο ομώνυμο βουνό, το Μίθριον όρος, που σήμερα ονομάζεται Πόζτεπε, εντυπωσιακό βωμό με το άγαλμά του. "Ην γαρ ότε και η περίβλεπτος εν πόλεσιν αύτη Τραπεζούς ειδώλων οικητήριον εγνωρίζετο, το νυν εικόνων κατοικητήριον και περιβόητος πριν ετύγχανε την δυσσέβειαν όσον νυν περίφημος την ευσέβειαν", μας λέει ο Κωνσταντίνος Πρωτονοτάριος και πρωτοπρεσβύτερος Λουκίτης στο εγκώμιό του για τον μεγαλομάρτυρα Ευγένιο.[16]

Την ίδια περίοδο ο Τραπεζούντιος Ευγένιος ήταν φανερά πια πολέμιος της εθνικής θρησκείας και γενικά της λατρείας του θεού Μίθρα. Γι' αυτό αποφάσισε μαζί με τους συναθλητές του Ουαλεριανό και Κανίδιο, αψηφώντας τους διωγμούς και τη ζωή τους να καταστρέψουν το άγαλμα και το βωμό του θεού Μίθρα. Όταν “οι λάτρεις του Μίθρου”, γράφει ο Μ. Παρανίκας, "ετέλεσαν τας συνήθεις ευχάς τω ξοάνω αυτού επί του Μιθρίου και εις τας οικίας αυτών διεσκορπίσθησαν, την αυτήν νύκτα οι τρεις διδάσκαλοι ανέβησαν εις το βουνόν και δια των προσευχών αυτών και εκτάσει των χειρών καταβάλλουσι τον βωμόν και το ξόανον εις έδαφος, ούτω δε καταρρίπτουσι και αυτήν την ειδωλολατρείαν εν Τραπεζούντι, και μάλιστα εις το περιφανέστατον αυτής μέρος και τον σεμνότατον θεόν αυτής".[17]

Αμέσως μετά την πράξη τους αυτή, επειδή οι υποψίες όλων των υπευθύνων θα έπεφταν πάνω τους, αποφάσισαν να κρυφτούν, για να μη συλληφθούν και βασανιστούν. Οι Ουαλεριανός και Κανίδιος κατέφυγαν στα βουνά της Χαλδίας, ενώ ο Ευγένιος κρύφτηκε στο "σπήλαιο των ακανθών" που βρισκότανε κοντά στο πατρικό του σπίτι.

Όταν την επόμενη μέρα οι κάτοικοι είδαν το άγαλμα και το βωμό κατεστραμμένα "έσπευσαν, ίνα αναγγείλωσι το γεγονός τοις προύχουσι της πόλεως, οίτινες απέδωκαν αυτό εις τους γνωστούς πολεμίους της των ειδώλων λατρείας Ευγένιον, Βαλεριανόν και Κανίδιον”.[18]Μάταια τους αναζήτησαν για να τους τιμωρήσουν. Τη μέρα εκείνη ο ηγεμόνας Λυσίας βρισκόταν στα Σάταλα. Μια αντιπροσωπεία Τραπεζουντίων πήγε και τον κατήγγειλε την πράξη του Ευγενίου: "Εισί παρ' ημίν, ηγεμόνων άριστε, άνδρες Γαλιλαίοι, των χριστιανών διδάσκαλοι παρά σφων αυτών φημιζόμενοι, οι γε των βασιλικών και των διατάξεων μηδένα ποιούμενοι λόγον τους σωτήρας μεν θεούς διαβάλλουσιν, ύλην αυτούς άψυχον ονομάζοντες και ανθρωπίνης χειρός εφευρήματα και τον καθ' ημάς δημώδη και αγοραίον όχλον ούτω και αυτόν φρονείν υπέρ αυτών αναπείθουσι, μόνον δε τον παρ' αυτοίς Εσταυρωμένον αληθή Θεόν ηγείσθαι διδάσκουσι και σωτήρα και προνοητήν του παντός τούτον ανακηρύττουσιν, ων τα ονόματα εισίν Ευγένιος, Ουαλεριανός και Κανίδιος, εκ Τραπεζούντος μεν ορμώμενος ο Ευγένιος, ης υπό τας πέριξ φάραγγας και δασείας ύλας έστι κρυπτόμενος, εξ Εδίσκης δε και Σολοχαίνης Ουαλεριανός και Κανίδιος, ων περί τας αμφιλαχείς και βαθείας λόγμας εαυτούς εισίν εκάτεροι συγκαλύπτοντες άμαχον κακόν ες δεύρο Φοίβω και Άρει και τη σεμνή Αρ-τεμιδι φυλαττόμενοι· ους ει μη θάττον, καν ει μήπω πρότερον, νυν γουν ή της θρησκείας των Γαλιλαίων ή του ζην αποστήσειας, χριστιανών, ευ ίσθι, καταγώγιον την Τραπεζούντα και αυτήν Χαλδίαν καταλιπών απελεύσειας· επεί γαρ το παρ' ημών τιμώμενον άγαλμα του Απόλλωνος αυτώ βωμόν προσηνάλωσαν. Ει μη δίκας ουν ούτοι των πεπλημμελημένων ενδίκους και τελευταίον επονείδιστον υποστήσονται θάνατον τάχ' αν εν Μίθρω ναούς, ους αυτοί φασι τω Εσταυρωμένω και τοις κατ' εκείνον όσους άλλους αναστηλώσουσι".[19]

Ο Λυσίας οργισμένος για όσα συνέβησαν στην Τραπεζούντα διέταξε την άμεση σύλληψη των ενόχων και την παραδειγματική τους τιμωρία, για να σταματήσει ουσιαστικά τη διάδοση του χριστιανισμού. Ομάδες δημίων μαζί με Τραπεζούντιους εθνικούς, αφού ερεύνησαν συστηματικά τις πεδιάδες και τα βουνά των περιοχών της Εδίσκης και της Τσολόσαινας, κατάφεραν να ανακαλύψουν, έπειτα από υπόδειξη του Ακύλα, τον κρυψώνα του Ουαλεριανού και του Κανίδιου και να τους συλλάβουν. Ο Ακύλας, όταν κατάλαβε το λάθος του, γιατί δε γνώριζε το σκοπό της έρευνάς τους, ομολόγησε και εκείνος τη χριστιανική του πίστη, γεγονός που είχε ως συνέπεια και τη δική τον σύλληψη. Αλυσοδεμένοι μεταφέρθηκαν στις φυλακές της Τραπεζούντας.[20]

Ο Λυσίας προσπάθησε, αρχικά με ήπιο τρόπο, να πείσει τους τρεις νέους να αρνηθούν το χριστιανισμό. Οι υποσχέσεις και οι απειλές δεν έκαμψαν το ηρωικό φρόνημα των τριών νέων, οι οποίοι πλήρωσαν την εμμονή τους στη χριστιανική πίστη αρχικά με φρικτά βασανιστήρια και αργότερα με την ίδια τη ζωή τους. Λίγες μέρες αργότερα εντοπίστηκε και ο Ευγένιος από μια φτωχή γυναίκα που πήγε στην περιοχή της σπηλιάς να μαζέψει ξερά αγκαθόκλαδα, για να ζεσταθεί. "Εκεί δε τας ακάνθας συλλέγουσα ήκουσε τας προσευχάς του αγίου Ευγενίου και ενόησε πόθεν προέρχονται αύται, δηλαδή εκ του αναζητουμένου Ευγενίου. Ευθέως λοιπόν καταλιπούσα τας ακάνθας επιστρέφει δρομαίως εις την πόλιν και φωνάζει· "Ευρήκαμεν τον ζητούμενον· αυτός είναι ο Ευγένιος ο θρυλούμενος, κρυπτόμενος εν τω εν Ακάνθαις σπηλαίω".[21] Ο Πατριάρχης Ιωάννης Ξιφιλίνος περιγράφει ως εξής τη σύλληψή του: "Είποντο δε τούτοις και στρατιώται όπλα τε ενημμένοι και ταις χερσί δόρατα φέροντες· είτα του γυναίου τον τόπον υποδεδειχότος γενόμενοι έγγιστα ήκουον μεν αυτοί ψάλλοντος λαμπρά του αγίου φωνή και τον θεόν πεπαρρησιασμένως δοξάζοντος. Ωρρώδουν δε και το άντρον εισελθείν ουκ εθάρρουν, αλλά τινες μεν αυτών πνεύμα είναι νομίσαντες το ταυτί τα άσματα υπήχουν περιδεείς έστησαν, ένιοι δε τοις όπλοις περιφραξάμενοι ένδον εισπεπηδήκασιν, οι και τον μέγαν ορώσιν Ευγένιον ιστάμενόν τε ατρέμα, ως ουδενός κακού γεγονός και τους ύμνους τω Θεώ αδεώς αναπέμποντα. Οι μεν ουν ευθύς κύκλω τον άγιον περιέστησαν, ο δε ηρεμαία τη φωνή και αταράχω τω βλέμματτι" περιεκύκλωσάν με, είπε, κύνες πολλοί, συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με και κυκλώσαντες εκύκλωσάν με και τω ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς". Αλλ' ούτοι και την ενεγκαμένην ηρώτων κατ τούνο-μα και την τύχην. Κατ ο μάρτυς "χριστιανός ειμι" κατ αύθις φησίν. Είλκον ουν αυτόν τω τυράννω παραστησόμενον και πυγμοίς εκάκουν και ωθισμοίς και πληγάς, ως η χειρ ίσχυε και ο θυμός επέταττεν ελκομένου κατέφερον".[22]

Μπροστά στο Λυσία, που τον κατηγόρησε ότι αποπροσανατολίζει το λαό από τη θρησκεία του Μίθρα[23], ο Ευγένιος παραδέχτηκε ότι είναι χριστιανός και ότι αυτός κατεδάφισε το βωμό του Μίθρα, διακηρύσσοντας ότι:... ου διαστρέφω τον λαόν, ως είρηκας, αλλά της των σων θεών αλιτηριότητος, συνιστώ δε τη του μεγάλου θεού, Κυρίου δε ημών Ιησού Χριστού και Σωτήρος μεγαλετότητι".[24]

Από την αγέρωχη στάση τον Ευγενίου οργίζεται ακόμη περισσότερο ο Λυσίας και διατάζει τους δημίους "να άρωσιν αμέσως τον Ευγένιον και εκτελέσωσιν επ' αυτού πάντα τα προδιατεταγμένα". Στα διάφορα φρικτά βασανιστήρια που τον υποβάλλουν, ο Ευγένιος αντιστέκεται, δοξάζοντας το Θεό: Κύριε ελέησον, Θεέ της δόξης, ευχαριστώ σοι, δέσποτα βασιλεύ, ότι δια σε ταύτα πάσχειν ηξίωμαι σήμερον, δια τούτο και βοήθει μοι, καθά δήτα και βοηθείς".[25]

Βλέποντας ο Λυσίας ότι ο Ευγένιος και οι συναθλητές του δεν ήταν διατεθειμένοι να υπακούσουν στις εντολές του, διέταξε τον αποκεφαλισμό των τριών. Τα κομμένα κεφάλια και τα ακέφαλα σώματά τους έδωσε εντολή όπως: "τοις πετεινοίς του ουρανού και τοις θηρίοις της γης παραρρίψατε". Όμως οι συμπατριώτες τους Χαλδαίοι κρυφά πήγαν τη νύχτα και περιμάζεψαν τα πτώματα των τριών μαρτύρων, για να μη γίνουν βορά των αγριμιών και των ορνέων, τα οποία παρέδωσαν στους κατοίκους των χωριών τους. Σήμερα η λειψανοθήκη του αγίου Κανιδίου, που περιέχει το χέρι του, βρίσκεται στο χωριό Λιποχώρι της Έδεσσας, όπου οι περισσότεροι κάτοικοι κατάγονται από το χωριό του αγίου, την Τσολόσαινα του Πόντου. Την μετέφερε το 1924 ο πρόσφυγας Γεώργιος Παπαδόπουλος.[26]

Λίγες μέρες αργότερα ο Λυσίας διέταζε την μαστίγωση και τον αποκεφαλισμό του Ευγενίου. "Τότε δε θεοφιλώς τω θεώ προσευξάμενος ο Ευγένιος αποτέμνεται την κεφαλήν τη 21 Ιανουαρίου, ότε και την μνήμην αυτού και των συνάθλων τελεί η Εκκλησία”.[27]Το αίμα του Ευγενίου και των συναθλητών τον οριστικοποίησε τον θρίαμβο του χριστιανισμού κατά της ειδωλολατρείας. Από τότε ο Ευγένιος τιμάται ως φωτιστής, διδάσκαλος και πολιούχος της Τραπεζούντας.

Δεν είναι τυχαίο ότι μετά τη μονή της Παναγίας Σουμελά, ο ναός που τιμούσαν ξεχωριστά οι χριστιανοί του Πόντου ήταν τον αγίου Ευγενίου. Τον πρώτο μικρό ναό είχαν χτίσει οι συγγενείς και οι κάτοικοι της πόλης τιμώντας έτσι τον συμπατριώτη τους, πάνω από το σπήλαιο των ακανθών, όπου ήταν το πατρικό του σπίτι και ο τόπος του μαρτυρίου του, αμέσως μετά την επισημοποίηση της χριστιανικής θρησκείας. Μεσαιωνικές πηγές αναφέρουν ότι πολλοί πιστοί πήγαιναν στο ναό του αγίου Ευγενίου και προσκυνούσαν, για θεραπευτικούς λόγους τα λείψανα του[28]. Αυτό το ναό μετέτρεψε ο ένδοξος στρατηλάτης Βελισσάριος με εντολή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού σε λαμπρή εκκλησία. Έχτισε επίσης γύρω από αυτήν κελιά για τους μοναχούς και διάφορα άλλα κτίσματα και καταλύματα για τους προσκυνητές, "ούτως ώστε συν τω χρόνω εγένετο Μονή και συνεπώς το προσφιλέστερον προσκύνημα των χριστιανών της χώρας, καταφευγόντων εκεί εις πάσας τας ανάγκας και τας ασθενείας αυτών".[29]

Η λατρεία του αγίου Ευγενίου αναφέρεται σε πηγές του 6ου και 7ου αι. Την εποχή του Ιουστινιανού ο άγιος Ευγένιος ήταν πολύ αγαπητός στους κατοίκους της πόλης, αλλά και στον αυτοκρατορικό κύκλο. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας, τιμώντας τη μνήμη του μεγαλομάρτυρος, έδωσε στο μεγάλο υδραγωγείο της πόλης, που έχτισε, το όνομα του αγίου Ευγενίου. "Πόλις εστί που Τραπεζούς όνομα· ου δη απορίας υδάτων ούσης, οχετόν ετεκτήνατο Ιουστινιανός βασιλεύς, όνπερ Ευγενίου καλούσι μάρτυρος, ταύτη τε την απορίαν τοις τήδε ωκημένοις διέλυσεν".[30]Ο μητροπολίτης Χρύσανθος μας πληροφορεί ότι ως τη μικρασιατική καταστροφή το υδραγωγείο εκείνο: "εσώζετο διερχόμενον δι' οπής βράχου κειμένου εις τους πρόποδας του Μιθρίου ου μακράν των εκβολών του Πυξίτου και καλουμένου τουρκιστί ντελικλή-τάς, ήτοι διάτρητος πέτρα".[31]Το όνομα του αγίου έφερε και το ποτάμι πλάι στο ακρωτήριο Κόραλλα.

Η μονή του αγίου Ευγενίου έγινε γρήγορα γνωστή και πέρα από τα σύνορα του Πόντου. Χάρη στις πλούσιες δωρεές των ευσεβών χριστιανών "οίτινες και γαίας και οικήματα αφιέρωσαν τη Μονή και ούτως η μεν Μονή κατέστη το κέντρον της θρησκευτικής ενώσεως των κατοίκων, ο δε μάρτυςπροστάτης της χώρας, εμπνέων ου μόνον τον θρησκευτικόν αλλά και τον πατριωτικόν ενθουσιασμόν".[32]

Η μνήμη του αγίου Ευγενίου εορταζόταν την 21η Ιανουαρίου, ημέρα του αποκεφαλισμού του. Όμως από τον 9ο αιώνα, την εποχή της αρχιερατείας του Αθανασίου του Δαιμονοκαταλύτη, που καταγόταν από την Τραπεζούντα, καθιερώθηκε και δεύτερη γιορτή προς τιμήν του αγίου, η 24η Ιουνίου ως επέτειος των γενεθλίων του.[33]

Τις ημέρες που γιόρταζε ο άγιος Ευγένιος συγκεντρώνονταν στην Τραπεζούντα χιλιάδες προσκυνητές από τα πέρατα τον Πόντου, για να εκπληρώσουν άλλοι υποσχέσεις αφιερωμάτων και άλλοι για να θεραπευθούν από το λείψανο του μάρτυρα. Δεν υπήρχε οικογένεια στην Τραπεζούντα που να μην είχε δώσει σε ένα από τα μέλη της το όνομα του αγίου Ευγενίου. Ανώνυμος Κωνσταντινουπολίτης συγγραφέας των θαυμάτων του αγίου Ευγενίου αναφέρει ότι στη δίκη του σακελλίου του Γοργοπλούτου στη Βασιλεύουσα, ήρθαν ως μάρτυρες έμποροι από την Τραπεζούντα. Και οι τρεις είχαν το όνομα Ευγένιος και επικαλούνταν στον όρκο τους μόνο τον άγιο Ευγένιο από όλους τους αγίους προς μεγάλη έκπληξη και θαυμασμό όλων.[34]

Η φήμη των θαυμάτων του αγίου και των συναθλητών του είχε φτάσει ως την Κύπρο, όπου τιμήθηκε με περικαλλή ναό. "Διέβη κούφω πτερώ μέχρι και αυτής της νήσου Κύπρου τούτων τα κατορθώματα, και νυν έστιν εκείσε βλέπειν τα κατ' αυτούς ενδίκως εορταζόμενα και ναόν περικαλλή και ουράνιον και τοις ημετέροις τιμώμενον και τοις έξωθεν".[35]

Ναός προς τιμήν του αγίου Ευγενίου χτίσθηκε και στο χωριό 'Ιμερα της Χαλδίας, στο οποίο ψαλλόταν η ακολουθία του αγίου από χειρόγραφο, το οποίο σωζόταν στην κοινότητα του χωριού, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ. Παρανίκα.

Η παράδοση αναφέρει ότι η τιμή τον αγίου Ευγενίου εξισώθηκε με της Παναγίας Χρυσοκεφάλου. Οι Τραπεζούντιοι παρομοίαζαν τον άγιο Ευγένιο με τον πολιούχο της Θεσσαλονίκης άγιο Δημήτριο, βρίσκοντας ομοιότητες στα θαύματα, το ζωηρό βλέμμα, τη γαλήνη της όψης και την ανάβλυση μύρου από τη μυροφόρο σωρό. Ο Ιωσήφ Λαζαρόπουλος αναφέρει συνάντηση των δυο μεγαλομαρτύρων στην Τραπεζούντα και κοινή τους επιστασία για τον ηγούμενο της μονής Εφραίμ και τον αδελφό του Θεοδόσιο.[36]

Το χειμώνα του 1021-1022 επισκέφτηκε την Τραπεζούντα ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Βασίλειος Β' ο Βουλγαροκτόνος, ο οποίος με περισσή ευλάβεια πήγε πρώτα και προσκύνησε τη σωρό του αγίου Ευγενίου. Προς τιμή του αγίου έκτισε δύο αψίδες, δύο μεγάλους κίονες και τον τρούλο του ορόφου. Ενίσχυσε επίσης οικονομικά τους μοναχούς. Ο Ιωάννης Λαζαρόπουλος, που έγινε μητροπολίτης Τραπεζούντας με το όνομα Ιωσήφ, γράφει για την επίσκεψη του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου στην Τραπεζούντα: “Την δε γε Τραπεζουντίων καταλαβών πόλιν ο βασιλεύς πρόσεισι τω νεώ του εν μάρτυσι κλεινού Ευγενίου προσκυνήσων άμα και θεασόμενος, ει τινός χρήζει ο νεώς ούτος εις επίσκεψιν. Και τα άγια του μάρτυρος λείψανα μεθ' όσης είχε προσπτυξάμενος αιδούς τε και τιμής, τας εν αυτώ μεγάλας αψίδας δύο ανήγειρε, τους τε δυο μεγίστους κίονας και τον τρούλλον του ορόφου, ό και εισέτι οράται, εδείματο τους μοναχούς αποχρώντος δεξιωσάμενος και χρήμασι φιλοτιμησάμενος αδροίς".[37]

Το 1204, όταν ο Αλέξιος Α’ ο Κομνηνός, με τη βοήθεια της θείας του γεωργιανής βασίλισσας Θάμαρ, κατέλαβε την Τραπεζούντα και ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας, για να επισημοποιήσει τη Θέση του και για να νομιμοποιηθεί απέναντι στους κατοίκους της περιοχής, στέφθηκε θρησκευτικά από τον μητροπολίτη Τραπεζούντας Ιωσήφ Α' στο ναό του αγίου Ευγενίου ως: “Πιστός Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων — Αλέξιος Κομνηνός ο Μέγας". Ο ίδιος ο αυτοκράτορας κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας τον: "εκαλλώπισε τον ναόν και επεσκεύασεν αυτόν, δωρήσας και πολλά αφιερώματα".[38]

Η επιλογή του αγίου Ευγενίου ως προστάτη της αυτοκρατορίας ξεκίνησε μετά το 1214, όταν απώλεσε την περιφέρεια της Παφλαγονίας και τη Σινώπη. Εκείνη τη χρονική περίοδο αποφασίστηκε η συγκρότηση μιας ισχυρής τοπικής πλέον αυτοκρατορίας και η επισημοποίηση του τοπικού αγίου. Η επίσημη αποδοχή και καθιέρωση του ως προστάτη της πατρίδας και της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών, πραγματοποιήθηκε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Αλεξίου Β΄και ιδιαίτερα του Αλεξίου Γ΄, που ενίσχυσε οικονομικά όλα τα θρησκευτικά ιδρύματα, όχι μόνο του Πόντου αλλά και του Αγίου Όρους[39]. Από εδώ και μετά πολλά αργυρά και χάλκινα νομίσματα έχουν την μορφή του Αγίου.

Η μονή βρισκόταν έξω από τα τείχη της πόλης, μέσα σε ακαλλιέργητα χωράφια και βοσκότοπους. Είχε ιδιαίτερη περίφραξη και για λόγους ασφαλείας και φυλασσόταν όλο το εισιτετράωρο. Είχε αυστηρό πρωτόκολο. Η κύρια πόρτα της άνοιγε μόνο σε προσκυνητές, που ο ενημερωμένος ηγούμενος έδινε την ευλογία του[40].

Τη θρησκευτική ευλάβεια και ευσέβεια των κατοίκων της Τραπεζούντας προς τον άγιο Ευγένιο και την Παναγία αναγνώρισε σύμφωνα με την παράδοση και ο σουλτάνος του Ικονίου Αλαεντίν Κεϊκομπάτ, όταν ο γιος του Μελίκ εξεστράτευσε το 1223 κατά του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Ανδρονίκου Α’ του Γίδου (1222-1235).[41] Σύμφωνα με την αφήγηση του Ιωάννη Λαζαρόπουλου, ο Άγιος Ευγένιος με τα θαύματά του έσωσε την Τραπεζούντα και την αυτοκρατορία των Κομνηνών. Συγκεκριμένα, όταν ο σουλτάνος Μελίκ απέτυχε να κυριεύσει την Τραπεζούντα, κυριεύτηκε από δυσθυμία και οργή. Στρατοπεδεύοντας κοντά στη μονή του αγίου Ευγενίου: "όθεν και όλος κατά του θείου νεώ του μεγάλου Ευγενίου εξώρμησε, και καθελείν μεν τα ανώτερα και κατασπάν επιτάττει τούδαφος δε εξορύττετν και αφανίζειν ο δύσμορος και λίαν ωμός επισπεύδειν".[42] Ο Ανδρόνικος κλεισμένος μέσα στα τείχη της Τραπεζούντας, φρόντιζε για την όσο το δυνατό συστηματική και πετυχημένη άμυνα. Ποτέ, κατά τον Τρύφωνα Ευαγγελίδη, μέχρι τότε η Τραπεζούντα δεν είδε μπροστά στα τείχη της τόσο φοβερό εχθρό και ποτέ τέτοιος κίνδυνος δεν απείλησε τους κατοίκους της. Γυναίκες και παιδιά, γέροντες και άμαχοι άντρες, μαζεύονταν στο ναό της Χρυσοκεφάλου, στέλνοντας δάκρυα και προσευχές στον 'Υψιστο, για να απαλλαγεί από το μεγάλο αυτό κίνδυνο. Κοιτάζοντας από μακριά το ναό του αγίου Ευγενίου, τον οποίο βεβήλωναν οι εχθροί, αλλαλάζοντας με μανία και καλώντας κοροϊδευτικά τους Τραπεζουντίους να παραδοθούν, δεδομένου ότι τα μόνα που τους χώριζαν ήταν το τείχος και μια βαθιά χαράδρα, η οποία προστάτευε την πόλη από την ανατολή.[43]Ο Ανδρόνικος Α’ με δάκρυα επικαλούνταν τη συμμαχία του θεού και τη βοήθεια της εικόνας της Παναγίας της Χρυσοκεφάλου και της κάρας του αγίου Ευγενίου. Ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Ιωάννης Λαζαρόπουλος γράφει για τον αυτοκράτορα και τη λιτανεία που τέλεσαν ο κλήρος και οι χριστιανοί για τη σωτηρία της πόλης: "... ανήρ δε δίκαιος ων και φοβούμενος τον θεόν, εις αυτόν καταφεύγει και ποτνιάται και εις έλεον εκκαλείται την απειροδύναμον του θεού συμμαχίαν· ηντιβόλει τε την Θεοτόκον συν δάκρυσι και τον άγιον εξεκαλείτο Ευγένιον, και περιήει τα της πόλεως τείχη δια των επάλξεων, εκβοών εις θεόν και της παρ' αυτού βοηθείας δεόμενος. Ο δε αρχιθύτης της πόλεως την άχραντον εικόνα της αγνής θεομήτορος, εγκάρδιον φερούσης τον κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, την των καλών οδηγών Οδηγήτριαν, επ' ώμων βαστάζων αυτός, την αρχιερατικήν ενειμένος αγίαν στολήν, και την πανσεβάσμιον κάραν Ευγενίου του πάνυ ο της μονής προεστώς, και όσον ην ιερατικόν και του κλήρου έκκριτον συνεπόμενοι και δεόμενοι, το "Εξεγέρθητι, κύριε, εις την βοήθειαν ημών", εξεβόησαν, "και ελθέ εις το σώσαι ημάς, και διασκόρπισον τους εχθρούς ημών και τακήσονται ωσεί κηρός και εκλείποντες εκλείψουσιν από γης, και αφανισμώ τελείω παραδώσοις αυτούς, εις το όνομά σου βλασφημούντας το άγιον και κατακαυχωμένους της κληρονομίας σου, δέσποτα· συ γαρ ει θεός ημών μόνος και σοι βεβαπτίσμεθα και σοι ζώμεν και σε δοξολογούμεν και ανυμνούμεν και σοι λατρεύομεν τω πατρί και τω υιώ και τω αγίω πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν".[44]

Τελικά η ψυχραιμία και η διπλωματική ικανότητα του Ανδρόνικου Α’ έσωσαν στην πιο κρίσιμη στιγμή την αυτοκρατορία και την ορθοδοξία.

Ο ιστορικός Σάββας Ιωαννίδης, στηριζόμενος στις λαϊκές αφηγήσεις της εποχής εκείνης, περιγράφει ως εξής τη σωτηρία της πόλης. Ο αυτοκράτορας: "ζήτησε να 'ρθουν για συνεννόηση μέσα στην πόλη μερικοί από τους εχθρούς, για να κάνουν ανακωχή αποδεχόμενος τα θελήματα του ηγεμόνα τους και να συμφιλιωθούν. Όταν όμως ήρθε μέσα η αντιπροσωπεία απαιτούσε συνθήκη με όρους γεμάτους αλαζονεία και υπεροψία. Ο βασιλιάς, καθώς ήταν μεγαλόφρων, με πολλή επιδεξιότητα τους έφερε, όπως ήθελε, στο φιλότιμο, και τους έκανε ένα πλούσιο τραπέζι. Έπειτα κάλπασαν με τ' άλογα μαζί του διασχίζοντας όλη την πόλη από τον κεντρικότερο δρόμο, ώστε να δουν τα στρατεύματα αλλά και τις αγέλες, τα ζώα, τα βόδια, τα πρόβατα, τα διάφορα κρέατα, τα καταστήματα των τροφίμων, οικοδομές ολόκληρες γεμάτες με ξερούς καρπούς, σιταποθήκες γεμάτες σιτάρι, αποθήκες με κρασιά, διάφορα κρεοπωλεία, αλλά και ποτάμια με νερό, και κρουνούς πού έχυναν το νερό τους στη μεγάλη παραλιακή πύλη και έκαναν λίμνες. Κι αφού πέρασαν οι βάρβαροι και τα είδαν αυτά, τους "εξαπέστειλε κενούς".

Στην επιστροφή τους οι βάρβαροι διηγήθηκαν στο σουλτάνο όλα όσα είδαν κι άκουσαν. Κι εκείνος άκουσε κι έχασε το κέφι του. Οι δε Χαλδαίοι και οι κάτοικοι της Ματσούκας και της γύρω περιοχής, όταν έμαθαν πώς αντιμετώπισαν τους βαρβάρους οι Τραπεζούντιοι, κάνοντας μικροεπιδρομές τις νύχτες με πολλή τόλμη, άρπαζαν από το στρατόπεδο τ' άλογα των εχθρών, λεηλατούσαν, αιχμαλώτιζαν, φύλαγαν τις διαβάσεις και καταδίωκαν κι ο σουλτάνος αναστέναζε πολύ άσχημα για όλ' αυτά".[45]

Ο σουλτάνος ασεβής, θέλοντας να εκδικηθεί τους Βυζαντινούς που τον ταπείνωσαν παίρνοντας τα άλογά του κατέστρεψε το ναό του αγίου Ευγενίου. Όμως, κατά τον Ιωάννη Λαζαρόπουλο, τη νύχτα παρουσιάστηκε στονύπνο του σουλτάνουο άγιος Ευγένιος κρατώντας τα κλειδιά των πυλών της πόλης. Ο άγιος του δήλωσε ότι ήταν ο δήμαρχος και πως του μιλούσε ως απεσταλμένος των πολιτών, οι οποίοι τον περίμεναν.[46] Ο σουλτάνος αμέσως ετοίμασε το στρατό του για επίθεση. Το ίδιο διάστημα ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Α’ "εν τω περιωνύμω της Χρυσοκεφάλου νεώ εισιών ηύχετο εις θεόν ... και εις άμυναν εξεκαλείτο την αγνήνθεομήτορα". Η Παναγία άκουσε την παράκληση του αυτοκράτορα λέγοντάς του, αφού πρώτα "εις ύπνους τοίνυν τραπείς εκ πολλής αθυμίας" με γλυκειά φωνή "Ανδρόνικε, η δέησις σου ηκούσθη· πολύ γαρ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη. Ευγένιον τον στερόν οπλίτην αληθείας και μάρτυρα προστάτην θερμόν υπέρ της ενεγκούσης αυτόν προβαλλόμεθα· και νυν ίσθι, ως τους Βαρβάρους τούσδε στερρώς καταστρέψει και υποσπόνδους σοι θήσει. γήθου τοιγαρούν και χόρευε εν τω πνεύματι, και απελθών την υπό σε στρατιάν πρόχειρον κατά των αντιπάλων ποίησον”.[47]

Και ενώ η νύχτα της επίθεσης ήταν αίθρια, ξαφνικά έλαμψε μια φοβερή αστραπή από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, η οποία σαν υπερφυσική φωτιά που χυνόταν τύφλωσε τα μάτια των εχθρών και τάραξε τις ψυχές των απίστων. Ο άγιος Ευγένιος αεροβατώντας μπήκε στο ναό του, οι βάρβαροι διασκορπίστηκαν, και: "επειδή δεν ήξεραν καλά τα μέρη, άλλοι έπεσαν κατά λάθος στις χαράδρες του βουνού, άλλοι όρμησαν καλπάζοντας με τ' άλογα κατευθείαν στους γκρεμούς, που τους πέρασαν για πεδία κατάλληλα για ιππασία, και ξερνούσαν οι άθλιοι τις ψυχές των, πριν καλά καλά φτάσουν κάτω στο έδαφος. Άλλοι πάλι φτάνοντας στους πρόποδες του βουνού πέταξαν τις πανοπλίες των. Κι άλλοι πέθαναν από το κρύο. Αυτό το τέλος είχαν οι άπιστοι εχθροί που μας επιτέθηκαν. Ο δε ηγεμόνας των Μελίκ έφυγε μαζί με τον επίλεκτο λόχο των σωματοφυλάκων του προς την Κάσαστη και κατά τα ξημερώματα έφτασε στο Κουροτροφείο.

Όταν το αντιλήφτηκαν αυτό μερικοί ευέλικτοι μαχητές από τη Ματσούκα, επιτέθηκαν και τον έπιασαν ζωντανό”.[48]

Ο αυτοκράτορας ευχαρίστησε το Θεό για τη μεγάλη νίκη και φέρθηκε με φιλανθρωπία στον αιχμάλωτο σουλτάνο Μελίκ,[49] τον οποίο υποδέχτηκε με πολλή φιλοφροσύνη βάζοντάς τον να καθήσει δίπλα του κατά τη διάρκεια των ευχαριστηρίων και των τιμών που απέδωσαν οι Τραπεζούντιοι στον σωτήρα τους άγιο Ευγένιο. Λέγεται μάλιστα ότι ο σουλτάνος αναγνώρισε στην τοιχογραφία του αγίου τον άνδρα που είχε δει στον ύπνο του την προηγούμενη νύχτα: "Ούτος, ω άνδρες, νη τα πράγματα τα συμβάντα μοι, έστιν αληθώς ο αωρί των νυκτών ελθών προς ημάς και οδηγήσαι δήθεν φάσκων ημάς, επί τω την πόλιν ταύτην ελείν, Ευγένιος τούνομα· αυτός εκείνος όντως εστίν αληθώς ο Ευγένιος εις τε μήκος εις τε εύρος και είδος".[50]

Ο αυτοκράτορας, μετά την αναγνώριση της ήττας από το σουλτάνο Μελίκ του Ικονίου, έκανε νέα συνθήκη ειρήνης, ακυρώνοντας την προηγούμενη ταπεινωτική του 1214 με τα προσβλητικά άρθρα της συμφωνίας, σύμφωνα με τα οποία έπρεπε κάθε χρόνο να του προσφέρει πολεμιστές, χρηματικές εισφορές και δώρα. Τον άφησε ελεύθερο, προπέμποντάς τον με φρουρά και τιμές, για να φτάσει σώος στην πατρίδα του. Ο σουλτάνος, όταν έφτασε στο Ικόνιο, όχι μόνο τηρούσε τη συνθήκη, αλλά έστελνε κάθε χρόνο στον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας αραβικά άλογα και διάφορα άλλα πολύτιμα δώρα. Επίσης διαφήμιζε παντού τα θαύματα του αγίου Ευγενίου, "και χρήματα κατ' έτος παρείχε δαψιλώς τη μονή του μάρτυρος".[51]

Η ήττα αυτή των Σελτζούκων θεωρήθηκε από πολλούς ιστορικούς ως κοσμοϊστορικό γεγονός, γιατί ανέκοψε για δύο αιώνες την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και του πολιτισμού. Ο Βησσαρίων, στο Εγκώμιον της Τραπεζούντος, τονίζει ιδιαίτερα τη σημασία της νίκης του Ανδρόνικου Α' επί του Μελίκ.[52]

Η τιμή και η ευλάβεια των Τραπεζουντίων προς τον πολιούχο και σωτήρα τους αλλά και όλων των Ελλήνων του Πόντου αυξήθηκε χάρη στην απήχηση που είχαν οι αφηγηματικές παραδόσεις του αγίου. Σ' αυτό βοήθησε και η καθιέρωση της δεύτερης γιορτής στις 24 Ιουνίου. Ο Ιωάννης Λαζαρόπουλος περιγράφει θαυμάσια τις μεγαλοπρεπείς γιορτές και τα πανηγύρια προς τιμήν του αγίου, στα οποία συμμετείχαν οι αυτοκράτορες, οι άρχοντες, οι κληρικοί και όλος ο πληθυσμός της περιοχής.[53]Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Α’ τιμώντας τη μεγάλη βοήθεια του αγίου ξανάχτισε το ναό που κατέστρεψαν οι στρατιώτες του Μελίκ. Επίσης ο Ιωάννης Β’ ο Κομνηνός (1280-1297) ανακαίνισε και αγιογράφησε το ναό. Αυτό βεβαιώνεται από επιγραφή που βρέθηκε στο βάθρο της δυτικής γωνίας του ναού, στην οποία σώζεται το όνομα του αυτοκράτορα και το έτος της δωρεάς “ΣΤΩ' Οκτωβρίου κ’”, δηλαδή 20 Οκτωβρίου 1292.

Η φήμη του Αγίου Ευγενίου ξεπέρασε τα σύνορα της Μικράς Ασίας. Στο εγκώμιο του πρωτοβεστιάριου Κωνσταντίνου Λουκίτη γίνεται ειδική αναφορά στην ανέγερση της εκκλησίας του Αγίου στην Κύπρο, πιθανόν από Τραπεζούντιους εμπόρους[54].

Η μονή του αγίου Ευγενίου δεν ήταν μόνο θρησκευτικό κέντρο, όπου οι χριστιανοί του Πόντου τιμούσαν τον μεγαλομάρτυρα πολιούχο της πόλης. Ήταν και πασίγνωστο πνευματικό κέντρο. Στα ευρύχωρα και νοικοκυρεμένα κτίσματά της λειτουργούσαν η αστρονομική και μαθηματική σχολή. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Β’ (1297-1330) ενίσχυσε ιδιαίτερα την καλλιέργεια των τεχνών και των επιστημών στην Τραπεζούντα. Στην εποχή του δίδαξαν στην αστρονομική σχολή διάσημοι αστρονόμοι και μαθηματικοί, όπως ο ιερομόναχος Γρηγόριος Χιονιάδης, ο ιερέας Μανουήλ και ο πρωτονοτάριος και πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος Λουκίτης, ο οποίος την αποκαλεί «χρυσή Τραπεζούντα»[55]. Η σχολή μεταφέρθηκε το 1340, μετά την καταστροφή της, στο ναό της Αγίας Σοφίας.

Μετά το Θάνατο τον αυτοκράτορα Βασιλείου Β' (1332-1340) η πρώτη γυναίκα του η Ειρήνη η Παλαιολογίνα, κόρη του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρονίκου Γ' Παλαιολόγου (1328-1341) κατέλαβε την εξουσία και "ευθέως εταράχθησαν οι άρχοντες κατ εγένοντο δύο μέρη· και ο μεν Τζανιχίτης, ο μέγας στρατοπεδάρχης κυρ Σεβαστός συν τοις Σχολαρίοις και Μειζομάταις και κυρ Κωνσταντίνος ο Δωρανίτης και οι Καβαζίται και ο Καμαχηός και τινες του κοινού και των αλλαγίων των βασιλικών εκράτησαν τον άγιον Ευγένιον, οι δ' Αμυτζανταράνται και τινες των αρχόντων και του βασιλικού αλλαγίου εκράτησαν συν τη δεσποίνη τον κουλάν".[56]Κατά την εμφύλια αυτή περίοδο, και συγκεκριμένα στις 2 Ιουλίου 1340, ο ναός της μονής κάηκε με αποτέλεσμα “αι βιβλιοθήκαι και όλα τα εκεί κειμήλια αι εικονογραφίαι και ο εν αυτώ πλούτος και τα άγια λείψανα εγένοντο παρανάλωμα του πυρός ...”.[57]

Ο ναός του αγίου Ευγενίου θα αποκατασταθεί στα χρόνια του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ’ Κομνηνού (1349-1390). Είναι γνωστή η χρηματική γενναιοδωρία και η φροντίδα του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ’ απέναντι στα προσκυνήματα της Ορθοδοξίας και ιδιαίτερα απέναντι στη μονή της Παναγίας Σουμελά και τον ναό του αγίου Ευγενίου Τραπεζούντος, τον οποίο επισκεύασε "πολυτελώς… και κατ' έτος εώρταζε μετά μεγάλης πομπής την εορτήν του, αγίου δι' εξόδων του αυτοκρατορικού ταμείου".[58] Η αναστήλωση του ναού έγινε σε ρυθμό βασιλικής με τρούλο, έχοντας στο σχέδιο το λατινικό και όχι τον ελληνικό σταυρό[59]. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μαρμάρινη διακόσμη του δαπέδου. Στους εσωτερικούς και εξωτερικούς τοίχους του ναού, ιδιαίτερα στις αψίδες, υπήρχαν με την τεχνική της νωπογραφίας θεματικές απεικονίσεις θεολογικών περιεχομένων.

Ο Ρώσος αρχαιολόγος Ν. Baklanov, που επισκέφτηκε την Τραπεζούντα το 1924, υποστηρίζει ότι σε διάφορα σημεία του ναού εσωτερικά και εξωτερικά υπήρχαν τοιχογραφίες.[60]Την αγιογράφηση των τοιχογραφιών επιβεβαιώνει και ο Fallmerayer[61], ο οποίος μάλιστα γράφει ότι στις παραστάσεις αυτές, εικονίζονταν μαζί με τους αγίους και οι μεγάλοι ευεργέτες Κομνηνοί αυτοκράτορες από τον Αλέξιο Α’ (1204-1222) μέχρι τον Αλέξιο Γ' (1349-1390). Το 1840, όταν επισκέφτηκε την Τραπεζούντα ο Fallmerayer, σώζονταν ακόμη πολλές ανάγλυφες επιγραφές του ναού, οι οποίες όμως δεν υπήρχαν πια στα χρόνια του μητροπολίτη Χρύσανθου.[62]

Τα νομίσματα της Τραπεζούντας και τα αυτοκρατορικά εμβλήματα έφεραν την εικόνα του αγίου Ευγενίου αρχικά ολόσωμο με στρατιωτική στολή και αργότερα έφιππο με το σταυρό στο χέρι.[63]

Πολλοί αυτοκράτορες και άλλοι επίσημοι άρχοντες επιλέγανε το ναό του αγίου Ευγενίου, αντί της Παναγίας Χρυσοκεφάλου, για να τελέσουν τις στέψεις και τους γάμους των. Συγκεκριμένα, ο Αλέξιος Γ’ στέφθηκε στις 21 Ιανουαρίου 1349 αυτοκράτορας στο ναό του πολιούχου και στις 20 Σεπτεμβρίου του 1351 παντρεύτηκε, στον ίδιο ναό, τη Θεοδώρα, την κόρη του κυρ-Νικηφόρου Καντακουζηνού, ανηψιά του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιωάννη Καντακουζηνού.[64]Χάρη στις γενναιόδωρες υλικές παροχές των αυτοκρατόρων των αυλικών, της τοπικής αριστοκρατίας αλλά και του θρησκευόμενου λαού ο ναός του αγίου Ευγενίου ήταν δεύτερος σε ωραιότητα μετά το ναό της Χρυσοκεφάλου.

Ο Αλέξιος Γ΄ με τεράστια οικονομική επιχορήγηση είναι ο κτήτωρ της μονής Διονυσίου στο Άγιον Όρος. Σήμερα σώζεται στη μονή το Χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄, στο οποίο γίνεται ειδική ανφορά για την ξεχωριστή φιλοξενία που θα πρέπει να τυχαίνουν οι ποντιακής καταγωγής προσκυνητές. Στο μοναστήρι βρίσκεται σε καλή κατάσταση η τοιχογραφία των Αγίων Ευγενίου, Ακύλα, Βαλεριανού και Κανιδίου, η οποία παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον για τους μελετητές της βυζαντινής αγιογραφίας. Υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία και πολλά χειρόγραφα τραπεζουντιακής προέλευσης που επιβεβαιώνουν τις στενές σχέσεις της αυτοκρατορίας των Κομνηνών της τραπεζούντας με το Άγιο Όρος. Σήμερα στη βιβλιοθήκη της Μονής Διονυσίου σώζεται ο κώδικας του 14ου αι. με σημαντικά αγιολογικά κείμενα για τη ζωή και τα θαύματα του Αγίου ευγενίου [65].

Μετά την άλωση της Τραπεζούντας το 1461, ο σουλτάνος Μωάμεθ Β' μετέτρεψε τους δύο αυτούς ναούς σε τουρκικά τεμένη. Ο ναός του αγίου Ευγενίου πήρε το όνομα Γενί ντζουμά ντζαμισί, δηλ. τέμενος της νέας ή πρώτης Παρασκευής. Η παλαιά διακόσμηση του ναού με τις ωραίες τοιχογραφίες καλύφθηκε: "δια κονιάματος και υπό Τουρκικών διακοσμήσεων, οία ήσαν καλλιγραφικαί επιγραφαί και ισλαμικά μονογράμματα".[66]

Η περιοχή του ναού και της ιεράς μονής κατοικήθηκε από μουσουλμάνους με αποτέλεσμα να είναι για μερικούς αιώνες απρόσιτη στους χριστιανούς. Η γεωγραφική απομόνωση του χώρου είχε ως συνέπεια την απώλεια της θρησκευτικής και ιστορικής μνήμης καθώς επίσης και του προσκυνηματικού χαρακτήρα του σπηλαίου. Το 1898 ανακάλυψε τη σπηλιά μετά από πολλές έρευνες ο Μ. Παρανίκας, στηριζόμενος στα αγιολογικά κείμενα που γράφτηκαν για τον άγιο Ευγένιο. Μέσα στην σπηλιά υπήρχαν ακόμη φθαρμένες τοιχογραφίες. Σε μία από αυτές σωζόταν η επιγραφή του ονόματος ΑΓ ΟΣ Γ ENIOC, από την οποία συμπεραίνουμε ότι και η φθαρμένη τοιχογραφία ήταν του αγίου Ευγενίου. Τη σπηλιά αυτή επισκέφτηκε το 1904 και ο μητροπολίτης αργότερα της Τραπεζούντας Χρύσανθος.[67]

Τα οστά των αγίων Ευγενίου, Κανιδίου, Ουαλεριανού και Ακύλα, που φυλάσσονταν στο ναό του αγίου Ευγενίου, όπως μαρτυρεί και το υπ' αριθμ. 448 αρχαίο Τυπικό της μονής τον Αγίου Διονυσίου στο Άγιον Όρος ήταν: "εναποτεθειμένα λάρναξιν αργυρέοις άμα και χρυσαυγίζουσι, χρυσώ και λίθοις και μαργάρων πλήθει".[68]

Από όλους τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς και τα κειμήλια της μονής του αγίου Ευγενίου διασώθηκε ένα καλλιτεχνικό χειρόγραφο του 1346 μ.Χ. στη μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους. Λεπτομερή περιγραφή των μικρογραφιών του χειρογράφου έκανε ο J. Strzygowski[69], ο οποίος βρήκε αναλογίες με μικρογραφίες άλλων χειρογράφων. Ο J. Strzygowski εξαίρει την πρωτοτυπία και την ανεξαρτησία της ζωγραφικής σχολής της Τραπεζούντας από τις άλλες σχολές της Ανατολής και συμπεραίνει, από τη συνολική έρευνα που έκανε, ότι η Τραπεζούντα του 14ου αιώνα ήταν κέντρο καλλιέργειας και ακμής των θετικών επιστημών, των τεχνών και γενικά του πολιτισμού.

Η εξαιρετικής ποιότητας επίχρυση λειψανοθήκη του αγίου Ευγενίου και των συναθλητών του, που βρίσκεται στο θησαυροφυλάκιο της εκκλησίας του αγίου Μάρκου, στη Βενετία, είναι έργο ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας, που επιβεβαιώνει το υψηλό επίπεδο κατασκευής έργων τέχνης των τοπικών τεχνιτών του 14ου και 15ου αι.

Σημαντική ήταν και η λογοτεχνική κίνηση αυτής της περιόδου στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Η ζωή και το μαρτυρικό τέλος του αγίου Ευγενίου αξιοποιήθηκαν λογοτεχνικά από τους διανοούμενους, τους μοναχούς και άλλους εκπροσώπους της εκκλησίας. Ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Ιωσήφ Λαζαρόπουλος συγκέντρωσε και, μελέτησε και αξιοποίησε ένα μεγάλο κώδικα θρύλων, που αναφέρονταν στον πολιούχο της αυτοκρατορίας άγιο Ευγένιο.

Μετά το πάρσιμο της Τραπεζούντας η θρησκευτική και πολιτισμική ανάπτυξη της πόλης είχε μειωθεί αισθητά. Οι Οθωμανοί μετέτρεψαν το ναό του αγίου Ευγενίου το 1461 σε τζαμί. Ο ανώνυμος ποιητής, που θρηνεί την άλωση της πόλης, γράφει για το ναό του αγίου Ευγενίου τα εξής:

Πήραν τον περιβόητο ναόν του Ευγενίου

που λέσιν και ακούεται εκ του Τραπεζουντίου

κτίμα βασιλικώτατον κι αυτό με καμπανέλι

δεν είνε, δ' ευρίσκεται εδώ στούτα τα μέρη

αυτός εθαυματούργησεν εις τους Τραπεζουντίους

πολλάκις τους εγλύτωσεν πολεμικούς κινδύνους.

Ο ναός λειτούργησε ως οίκος προσευχής των μωαμεθανών ως τις 5 Απριλίου 1916.[70]

Όλους τους αιώνες της τουρκοκρατίας το όνομα του αγίου Ευγενίου ακουγόταν στα χείλη των σκλαβωμένων χριστιανών. Οι Τραπεζούντιοι ένιωθαν κοντά τους την αόρατη παρουσία τον αγίου. Είχαν τη δυνατότητα και να τον προσκυνούν, αφού σε πολλούς λατρευτικούς χώρους υπήρχε η παράσταση τον αγίου, όπως στο παρεκκλήσι της ακρόπολης της Τραπεζούντας, στο βόρειο γωνιαίο πύργο, όπου διασώζονταν ίχνη τοιχογραφιών, ανάμεσα στις οποίες ήταν και μια ωραία τοιχογραφία του αγίου Ευγενίου με στρατιωτική στολή. Επίσης στον πύργο της μονής της αγίας Σοφίας υπήρχε μισοκατεστραμμένη η εικόνα του αγίου κάτω από την εικόνα της Υπαπαντής. Θαυμάσια τοιχογραφία του αγίου Ευγενίου σώζεται ως σήμερα σε καλή κατάσταση, στη μονή Διονυσίου, στο Άγιον Όρος, πάνω από την εικόνα του ιδρυτή της μονής αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Αλεξίου Γ'.

Η Ιστορία της Τραπεζούντας ως χριστιανικής πόλης συνδέεται με το ναό τον αγίου Ευγενίου και τον πολιούχο, γύρω από τον οποίο έδρασε ο χριστιανισμός της επαρχίας και ολοκλήρου του Πόντου.

Ο Κωνσταντίνος Λουκίτης τελειώνει το Εγκώμιόν του στον άγιο μεγαλομάρτυρα του Χριστού Ευγένιο και τους συνάθλους του επικαλούμενος τη θεία επιστασία τους: “αλλ' ω τετράς μαρτύρων ακήρατε, συ δε μοι μάλλον των άλλων θείε μάρτυς Ευγένιε, τοις βασιλεύσιν ημών συμβασίλευε, τοις αρχιερεύσι συμποίμαινε, τοις ιερεύσι συνιεράτευε, τοις ηγουμένοις και μονασταίς συνάσκει τε κατ συνηγουμένευσε, τοις εξουσιασταίς τε κατ άρχονσι σύναρχέ τε και συνεξουσίαζε· των πτωχών αντιποιού και των πλουτούντων ημών μη αφίστασο· την πόλιν σου ταυτηνί περιφύλαττε και ως ευεργέτης, ειδέ τολμηρόν ειπείν, και ως οφειλέτης· μόνη γαρ αύτη προ παντός άλλου μάρτυρος τα υμέτερα και ανακηρύττει και μεγαλύνει και ταις δι' έτους τιμά πομπαίς δη ταύταις και πανηγύρεσι· την ποίμνην σου περιφύλαττε ταυτηνί την τιμώσαν σε τον περιούσιον τουτονί Θεού τε και σου λαόν σώζε τε και διάσωζε εν αυτώ Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ότι αυτώ η δόξα συν τω ανάρχω Πατρί και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ Πνεύματι εις τους ατελευτήτους αιώνας των αιώνων”.[71]

Οι μεγαλοπρεπείς λατρευτικές γιορτές του αγίου Ευγενίου, που έδιναν την ευκαιρία στον αυτοκράτορα να πλησιάζει τους υπηκόους του, μπορεί να καταργήθηκαν το 1461, αλλά δεν έσβησαν ποτέ από τη μνήμη των χριστιανών. Ο άγιος Ευγένιος έγινε όλους αυτούς τους αιώνες αντικείμενο σεβασμού από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Ενέπνεε σ' όλους πατριωτικό και θρησκευτικό ενθουσιασμό. Κλήρος και λαός ήταν άγρυπνοι φρουροί της Ορθόδοξης πίστης: "Μη αν άλλην δόξαν δεδέχθαι ποτέ περί πίστεως όλον το φύλον ημών, Τραπεζούντος φαμέν και πάσης Χαλδίας της περιοικίδος απάσης, παρά τα δεδογμένα εκ τε του Πρωτοκλήτου Ανδρέου του πάνυ και του μεγάλου μάρτυρος του Χριστού Ευγενίου και των αγίων και Οικουμενικών επτά συνόδων".[72] Η θρησκεία, η φιλολογία και η πολιτική των κατοίκων της Τραπεζούντας συνδέονταν και ταυτίζονταν με τη λατρεία και τα συναξάρια του αγίου Ευγενίου.

Το 1923, με την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, οι ξεριζωμένοι Έλληνες του Πόντου μαζί με τις άλλες τραυματικές εμπειρίες που μετέφεραν στην Ελλάδα, ως αγιάτρευτες πληγές, ήταν και η απουσία του πολιούχου της Τραπεζούντας αγίου Ευγενίου. Ο ποντιακός ελληνισμός όλα αυτά τα χρόνια δεν τον απαρνήθηκε, δεν ξέχασε τη μνήμη του. Ο προσφυγικός ελληνισμός της Καλαμαριάς στη Θεσσαλονίκη τον τιμά κάθε 21 Ιανουαρίου. Η Μέριμνα Ποντίων Κυριών Θεσσαλονίκης συνεχίζει να τον λατρεύει ως πολιούχο της.

Σήμερα ήρθε η ώρα να στήσουμε και το θρόνο του. Τα κύματα των ξεριζωμένων Ελλήνων που καταφθάνουν στην Ελλάδα από την πρώην Σοβιετική Ένωση, χωρίς να έχουν κάποια βοήθεια από το κράτος ή τους άλλους φορείς, μόνο ένας πρόσφυγας, άστεγος άγιος μπορεί να τα καταλάβει και να τα βοηθήσει. Οι Έλληνες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, τραγικά θύματα των οθωμανικών νεοτουρκικών και κεμαλικών γενοκτονιών, βρήκαν τα δύσκολα εκείνα χρόνια προσωρινά φιλοξενία στην ομόθρησκη Ρωσία. Μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων και το κλείσιμο των συνόρων η πλειοψηφία των επέζησε με πολλές στερήσεις, καταπιέσεις, διωγμούς και εκτοπισμούς. Σήμερα οι εμφύλιοι πόλεμοι, το αβέβαιο μέλλον της Ρωσίας και των άλλων Δημοκρατιών, η οικονομική παράλυση και η απουσία των κινήτρων παραμονής του ελληνικού κράτους, αναγκάζουν τον ελληνισμό της Μαύρης Θάλασσας, που έχει εκεί τρισχιλιόχρονη ζωντανή πολιτική, οικονομική και πολιτισμική παρουσία, να ξεκληρίζεται και να κατακλύζει τις λαϊκές αγορές της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και των άλλων μεγαλουπόλεων. Οι ελληνικές κυβερνήσεις, ανέτοιμες και ανίκανες να υποδεχτούν τα απομεινάρια αυτά του Ελληνισμού της Ανατολής, τα ανάγκασαν λόγω της επιβίωσης να πουλάνε στα παζάρια, μέσα από τα ευτελή εμπορεύματα ρωσικής προέλευσης, την ψυχή τους, την αξιοπρέπεια, την τιμή και την ανθρωπιά τους. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πλούτισαν και πλουταίνουν εκμεταλλευόμενοι τις δυσκολίες των ανθρώπων αυτών. Δυστυχώς δε λείπουν και εκείνοι οι ποντιοπατέρες οι οποίοι τη δυστυχία αυτών των ανθρώπων την κάνουνε προσωπική τους ευτυχία.

Το Κέντρο Ποντιακών Μελετών παρακολουθεί, καταγράφει και προτείνει στους ξεριζωμένους πρόσφυγες να μην πέσουν στην παγίδα του Αθηναϊκού κράτους χτίζοντας τενεκεδόσπιτα γύρω από τους Δήμους της Αθήνας. Ας μην έχουμε πρότυπό μας το παράδειγμα της Κωνσταντινούπολης.

Οι Έλληνες του Πόντου ήταν μία ζωή Ακρίτες, φύλακες των συνόρων, φύλακες της Ρωμανίας. Αυτήν τραγουδούσανε στην καθημερινή τους ζωή, στις λύπες τους και τις χαρές τους, όπως

"Οι Τούρκ' όντας εκούρσευαν την Πόλ, τη Ρωμανίαν."

"Υιέ μ', αν ζης και γίνεσαι, 'ς τη Ρωμανίαν φύγον".

"Ναλλοί εμάς και Βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία"

"Η Ρωμανία πέρασεν, η Ρωμανία πάρθεν."

"Η Ρωμανία κι αν πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλα."

Ο τελευταίος στίχος με το ελπιδοφόρο μήνυμα δείχνει το δρόμο που πρέπει να πάρουν τα αδέλφια μας από τη Σοβιετική Ένωση, για να μη χαθούν και για να μη χάσουν τις ιδιαιτερότητες του λαϊκού ποντιακού πολιτισμού, γλώσσα, ήθη και έθιμα, τοπική ιστορία, αστική και αγροτική οικισμική παράδοση, χορούς και τραγούδια. Η ακριτική Θράκη, με τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει, μπορεί να δεχτεί στη φιλόξενη γη της την πλειοψηφία των Ελληνοποντίων προσφύγων. Ο ερχομός τους, που είναι σίγουρα πληγή για τα μελλοντικά συμφέροντα της Ελλάδας στη Μαύρη θάλασσα, ίσως είναι ευλογία για την περιοχή της Δυτικής Θράκης. Το χτίσιμο της πόλης Ρωμανίας και άλλων μικρών αγροτικών οικισμών μπορεί να ξαναζωντανέψει την ακριτική ύπαιθρό μας, να τονώσει την οικονομία της περιοχής, να καλλιεργήσει τις τέχνες και τα γράμματα και κυρίως να ενισχύσει το εθνικό της φρόνημα.

Ο πρόσφυγας άγιος Ευγένιος ο Τραπεζούντιος, πολιούχος της πρωτεύουσας των ποντίων, γνωρίζει τη γλώσσα τους, την ιστορία τους, τον πολιτισμό τους, τη δυστυχία τους. Κατανοεί τα προβλήματά τους. Νομίζω πως είναι η κατάλληλη στιγμή να αποκατασταθούν και οι δύο.

Το χτίσιμο της εκκλησίας του αγίου Ευγενίου είναι χρέος όλης της χριστιανικής κοινότητας. Το χτίσιμο της Ρωμανίας είναι χρέος όλων των Ελλήνων.

Όταν ο Ν. Καζαντζάκης πήγε το 1919 στον Καύκασο για να μεταφέρει στην Ελλάδα τους παππούδες μας, ο παπάς του Σοχούμ, που βρισκόταν μέσα στο καράβι, μόλις αντίκρισε τα ελληνικά ακρογιάλια, σηκώθηκε, πέρασε το πετραχήλι του και σήκωσε τα γέρικα χέρια του στον ουρανό: "Κύριε, Κύριε" φώναξε δυνατά, για να τον ακούσει ο Θεός "σώσον το λαό Σου, βόηθα τον να ριζώσει στα καινούρια χώματα, να κάμει τις πέτρες και τα ξύλα εκκλησίες και σχολειά κατ να δοξάζει, στη γλώσσα που αγαπάς, τ' όνομά Σου".[73]

Αυτή την ευχή κάνουμε κι εμείς σήμερα για τα αδέλφια μας.

"Αβούτο η φωλέα ντο θα χτίζνε, η Ρωμανία, το τελευταίον να εν, καμμίαν άλλο φοράν να μη χαλάεται".

[1] Ματθαίος Παρανίκας, Εισαγωγή του Χριστιανισμού εις Τραπεζούντα και Χαλδίαν, στο: Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος ΙΘ', αρ. 30, Κωνσταντινούπολη (1899), σελ. 267.

[2]Χρύσανθος, Η Εκκλησία της Τραπεζούντος, Αθήνα (1933), σελ. 114.

[3] Εξ Αμινσού εις Τραπεζουντίους παραπέμπεται. Ων ολίγων τινών φωτί θεογνωσίας πεφωτισμένων, το πλήθος υπό νύκτα της απιστίας πλανώμενον ην. Οις επιμείνας τα περί πίστεως τε διδάξας και τον βίον του καλώς έχοντος μεταβαίνει προς την Νεοκαισάρειαν". Περισσότερα βλέπε στη μελέτη του Επιφανίου μοναχού και πρεσβυτέρου, Περί του βίου και των πράξεων και τέλους του αγίου και πανευφήμου και πρωτοκλήτου των αποστόλων Ανδρέου, στο: Migne, P.G., τομ. 120, σελ. 228.

[4] Μ. Παρανίκας, σελ. 267.

[5]Περισσότερα για το θεό Μίθρα βλέπε στο βιβλίο του Φράνς Κυμόν, Τα μυστήρια του Μίθρα, Αθήνα (1990), εκδ. Πύρινος Κόσμος, Χρυσάνθου, Η Εκκλησία της Τραπεζούντος, σελ. 114.

[6] Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Fontes Historiae Imperii Trapezuntini, Πετρούπολη (1897), σελ. 55.

[7] Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Fontes ..., σελ. 70.

[8] Μ. Παρανίκας, σελ. 268.

[9] Γεώργιος Χοΐδης, Ο Άγιος Κανίδιος από την Τσολόσαινα, στο περιοδικό: Ποντιακή Ηχώ, τεύχ. 3, Αθήνα (1982), σελ. 22. Μέγας Βασίλειος, Περί Αγίου Πνεύματος, στο: Migne, P.G., τομ. 32, σελ. 205 § 74.

[10]Γρηγόριος Νύσσης, Γρηγορίου Νύσσης εις τον Βίον του Αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού, στο: Mίgne, P.G., τομ. 46, σελ. 893-957. Ωριγένης, Ωριγένους προς Γρηγόριον επιστολή, στο: Mίgne, P.G., τομ. 11, σελ. 88-92. Για τη ζωή του Γρηγορίου Νεοκαισαρείας βλέπε: Χρύσανθος, Η Εκκλησία της Τραπεζούντιες, σελ. 115-131.

[11]Χρύσανθος, Η Εκκλησία της Τραπεζούντας, σελ. 120-121.

[12]Γρηγόριος Θεολόγος, Επιτάφιος εις τον Μέγαν Βασίλειον, στο: Migne, P.G., τομ. 36, σελ. 500-501.

[13] Στο βιβλίο του Αθ. Παπαδοπούλου-Κεραμέως, Fontes Historiae Ιmρerii Trapezuntini, Πετρούπολη (1897), σελ. 1-149, υπάρχουν οι μελέτες των α) Λουκίτου, Εγκώμιον εις τον άγιον μεγαλομάρτυρα του Χριστού Ευγένιον και τους συνάθλους αυτού Κανίδιον, Ουαλεριανόν και Ακύλαν, τους εν Τραπεζούντι μαρτυρήσαντας, σελ. 3-32, β) Ιωάννου Ξιφιλίνου, Διήγησις θαυμάτων του αγίου και ενδόξου μεγαλομάρτυρος Ευγενίου του Τραπεζουντίου, σελ. 33-51, γ) Ιωσήφ, μητροπολίτου Τραπεζούντος, Λόγος ως εν συνόψει διαλαμβάνων την γενέθλιον ημέραν του εν θαύμασι περιβοήτου και μεγαλάθλου Ευγενίου..., σελ. 52-77, δ) Ιωάννου Λαζαροπούλου, Έτι σύνοψις των του αγίου θαυμάτων μερική εκ των πλείστων, σελ. 78-136 κατ ε) Ανωνύμου, Cοntinuatiο miraculorum S. Ευgenii, σελ, 137-149.

Ιωάννα Σiβροπούλου, Άγιος Ευγένιος, ο πολιούχος της Τραπεζούντος, Αθήνα (1975). Οδ. Λαμψίδης, Άγιος Ευγένιος ο Τραπεζούντιος, στο: Αρχείον Πόντου, τομ. 18ος, Αθήνα (1953), σελ. 9-201. Μ. Παρανίκας, Μαρτύριον των αγίων του Χριστού Ευγενίου, Κανιδίου, Ουαλεριανού και Ακύλα των εκ Τραπεζούντος μαρτυρησάντων.., στο: Βυζαντινά Χρονικά, τομ. 14ος, Άμστερδαμ (1909), σελ. 12-22. Ι. Καλφόγλου, Ο εν Τραπεζούντι ναός του αγίου Ευγενίου, στην εφημ. "Αργοναύτης", Βατούμ, (1916), αριθμ. 197, σελ. 9 και αριθ. 198, σελ. 10-11. Γερασίμου Μοναχού Μικραγιαννανίτου, Ακολουθία του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Ευγενίου του Τραπεζουντίου, Θεσσαλονίκη (1979). Νικολαΐδου Φαλαδελφέως, Οι άγιοι μάρτυρες Ευγένιος, Κάνδιδος και Ακύλας εκ Τραπεζούντος, τομ. 1ος, Αθήνα (1968).

[14] Μ. Παρανίκας, Εισαγωγή του Χριστιανισμού εις Τραπεζούντα και Χαλδίαν, σελ. 268.

[15] Σ. Ιωαννίδης, Ιστορία και Στατιστική της Τραπεζούντας και της γύρω περιοχής, Κωνσταντινούπολη (1870), Β' έκδοση Θεσσαλονίκη (1988), σελ. 30, έκδοση Αδελφών Κυριακίδη.

Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, σελ. 7.

[16] Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, σελ. 8.

[17] Μ. Παρανίκας, Εισαγωγή ..., σελ. 269. Ο Κωνσταντίνος Λουκίτης, στο Εγκώμιό του περιγράφει επίσης πολύ παραστατικά το γκρέμισμα του ειδώλου: "... οι μάκαρες καιρόν τον έγκαιρον φυλαξάμενοι και προς ταυτό συνελθόντες θείοις λόγοις ώσπερ από συνθήματος αωρί των νυκτών αυτίκα ψυχής ευχή και χειρών εκτάσει και συνήθων αναμνήσει προς Θεόν θαυμασίων αυτώ ξοάνω μετ' ήχου τον βωμόν εις έδαφος καταβάλλουσι, ταυτόν δ' ειπείν της ειδωλολατρείας εις γην ριπτούσι την οφρυότητα". Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, σελ. 10.

[18] Μ. Παρανίκας, Εισαγωγή ..., σελ. 269.

[19] Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, σελ. 11-12.

[20] Ο. Λαμψίδης, Άγιος Ευγένιος ο Τραπεζούντιος, σελ. 147.

Αθ. Παπαδόπουλος—Κεραμεύς, σελ. 17-18.

Γ. Χοΐδης, σελ. 23.

[21] Μ. Παρανίκας, Εισαγωγή ..., σελ. 270.

Γ. Χοίδης, σελ. 23.

[22] Π. Λαμψίδης, Άγιος Ευγένιος ο Τραπεζούντιος, σελ. 152.

[23]"Συ ει, Ευγένιε, ο καλός την κλήσιν Ευγένιος, περί ου πολύς εστίν ενταύθα λόγος φερόμενος, ως διαστρέφεις μεν τον λαόν των αυτοκρατόρων, αφιστάς δε τούτον της των θεών ευμενείας και συνιστάς τω σω δόγματι και θεώ εσταυρωμένω σου, και τον μέγαν Μίθραν, ου πας ο κόσμος εστίν απολαύων της χάριτος, εκφαυλίζων και τούτου κατασπών άχρι γης τον περικαλλή βωμόν και χαρίεντα;".

Αθ. Παπαδόπουλος—Κεραμεύς, σελ. 22.

[24] Αθ. Παπαδόπουλος—Κεραμεύς, σελ. 26.

[25] Αθ. Παπαδόπουλος—Κεραμεύς, σελ. 28.

[26] Γ. Χοΐδης, Ο άγιος Κανίδιος από την Τσολόσαινα, σελ. 23.

[27] Μ. Παρανίκας, Εισαγωγή ..., σελ. 271.

[28] Σεργκέι Καρπόβ, Ιστορία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, σελ. 251.

[29] Ι. Κάλφογλου, Ο εν Τραπεζούντι ναός του Αγίου Ευγενίου, στην εφημ.: "Αργοναύτης", Βατούμ (1916), αριθ. 197, σελ. 9.

[30]Προκοπίου, Περί κτισμάτων, Λειψία (1906) ΙΙΙ, 7, σελ. 260. Α. Vasiliev, Ζur Geschichte von Trapezunt unter Justinian den Grossen, στο: Byzantinische Zeitschrift(1930), σελ. 381-386. Ο. Λαμψίδης, Άγιος Ευγένιος ο Τραπεζούντιος, σελ. 168-169.

[31]Χρύσανθος, Η Εκκλησία της Τραπεζούντος, σελ. 74.

[32] Ι. Κάλφογλου, σελ. 9.

[33]Περισσότερα για τη γενέθλιο γιορτή βλέπε στο έργο του Ιωσήφ Λαζαροπούλου “Λόγος ως εν συνόψει διαλαμβάνων την γενέθλιον ημέραν του εν Θαύμασι περιβοήτου και μεγαλάθλου Ευγενίου .. " στο συλλογικό έργο του Αθ. Παπαδόπουλου-Κεραμέως, Fontes σελ. 52-57.

[34]Ανώνυμος, Cοntinuatiο Miraculorum S. Εugenii, στο: Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Fontes ..., σελ. 144.

[35] Κ. Λουκlδης, Εγκώμιον εις τον άγιον Ευγένιον, στο: Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, σελ. 31.

[36]Χρύσανθος, Η Εκκλησία της Τραπεζούντος, σελ. 397.

Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, σελ. 111-113.

[37] Αθ. Παπαδόπουλος -Κεραμεύς, σελ. 84-85. Ι. Κάλφογλου, Ο εν Τραπεζούντι ναός τον αγίου Ευγενίου, σελ. 9. Για τη διαμονή του αυτοκράτορα στην Τραπεζούντα βλέπε επίσης Ι. Κάλφογλου, Η εν Τραπεζούντι διαμονή του αυτοκράτορος Κωνσταντινουπόλεως Βασιλείου Βουλγαροκτόνου εν έτει 1022 μ.Χ., στο περιοδικό "Κομνηνοί", τευχ. 12, Τραπεζούντα (1916), σελ. 207-211. Ο. Λαμψίδης, Άγιος Ευγένιος ο Τραπεζούντιος, σελ. 169. Σεργκέι Καρπ[οβ, Ιστορία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, αΘήνα (2017(, σ. 87.

[38] Ι. Κάλφογλου, Ο εν Τραπεζούντι ναός ταυ αγίου Ευγενίου, σελ. 9.

[39] Σ Καρποβ, σελ. 133.

[40] Σ Καρπόβ, σελ. 147.

[41] Σ. Ιωαννίδης, Ιστορία και Στατιστική της Τραπεζούντας ..., Θεσσαλονίκη (1986), σελ. 55-65. Αλ. Σαββίδης, Βυζαντινά Στασιαστικά και αυτονομιστικά κινήματα στα Δωδεκάνησα και στη Μικρά Ασία 1189-c. 1240 μ.Χ. ΑΘήνα (1987), σελ. 294. Τρύφων Ευαγγελίδης, Ιστορία της Ποντικής Τραπεζούντας, Θεσσαλονίκη Β’ έκδοση (1994), σελ. 102-120. Erden Υϋcel, Trabzon und Sumela, Κωνσταντινούπολη (1988), σελ. 15. Χρύσανθος, Η Εκκλησία της Τραπεζούντος, σελ. 399-409. Ο. Λαμψίδης, Μιχαήλ του Παναρέτου περί των Μεγάλων Κομνηνών, ΑΘήνα (1958), σελ. 61. Α. Βryer και D. Winfield, The Byzantine Monιιments and Τopography οf the Pontos, Washington (1985), σελ. 223.

[42] Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, σελ. 122.

[43]"Μη απατάσθε, ω Τραπεζούντιοι, επί τω θεώ υμών, μηδ' επ' αυτώ τω λεγομένω Ενγενίω· αύριον γαρ και τον οίκον αυτού, ον υμείς τιμάτε, κατεμπρήσω και υμάς αρώ· οίδα γαρ την των αναγκαίων υμών ένδειαν και την λειψυδρίαν και άλλην ήνπερ έχετε κάκωσιν" στο: Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, σελ. 124.

[44] Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, σελ. 123-124.

[45] Σ. Ιωαννίδης, σελ. 59-60. Βλέπε επίσης, Τ. Ευαγγελίδης, σελ. 114-115 και την αφήγηση του Ι. Λαζαρόπουλου στο Fontes ... του Αθ. Παπαδόπουλου-Κεραμέα, σελ. 124-125.

[46] Δήμαρχός ειμι ταύτης της πόλεως καλούμαι δ' Ευγένιος. ουκούν απεστάλην υπό των πολιτών και στρατιωτών και του δήμου παντός· και γαρ ετρώθησαν ουκ ολίγοι, ων οι μεν έθανον, οι δε τραυματίαι κατάκεινται. απεστάλην γουν, ως οράς, υπ' αυτών, όπως αν το τάχος ελθών ήδη παραλάβοις την πόλιν, πάντων αυτών έσωθεν εκδεχομένων υμάς". Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, σελ. 125.

[47] ΑΘ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, σελ. 125.

[48] Σ. Ιωαννίδης, σελ. 60.

[49] Ο. Λαμψίδης, Απόψεις περί του κράτους των Μεγάλων Κομνηνών,

στο: Α.Π., τομ. 24, Αθήνα (1961), σελ. 20.

[50] Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, σελ. 130.

[51] Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, σελ. 131.

[52] Βησσαρίων, Εγκώμιον Τραπεζούντος, στο περ.: Νέος Ελληνομνήμων, τομ. 13, σελ. 192. Ο. Λαμψίδης, Απόψεις περί του κράτους των Μεγάλων Κομνηνών, σελ. 20.

[53] Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, σελ. 66.

[54] Σ. Κ

αρπόβ, σελ. 173.

[55] Ι. Παπαδόπουλος, Γρηγορίου Χιονιάδου του αστρονόμου επιστηλαί, Θεσσαλονίκη (1929), σελ. 7 και 41-42. Ανδρέας Λιβαδηνός, Περιήγησις, εκδ. Μ. Παρανίκα, Κωνσταντινούπολη (1894), σελ. 22. Π. Τριανταφυλλίδης, Η εν Πόντω ελληνική φυλή, ήτοι Ποντικά, Αθήνα (1866), σελ. 186-187. Κ. Vogel, Η Βυζαντινή Επιστήμη, στο: Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, εκδ. Πανεπιστημίου Καίμπριτζ, Αθήνα (1979), τομ. Β', σελ. 815.

[56] Ο. Λαμψίδης, Μιχαήλ του Παναρέτου περί των Μεγάλων Κομνηνών, σελ. 65. Βλ. επίσης Μ. Πανάρετος, Χρονικόν, στο: Νέος Ελληνομνήμων, τομ. 4ος, σελ. 272. J. Fallmerayer, Original-Fragmente, Chroniken, Inschriften und anderes Materiele zur Geschichte der Kaiserthums Trapezunt, στο: Αbhadlungen der historischen Classe der Κ. Bayerischen Akademie, 2 Abth, Munchen (1843-1847), τομ. ΙΙ, σελ. 18, § 10. Ι. Κάλφογλου, Ο εν Τραπεζούντι ναός του αγίου Ευγενίου, εφημ. "Αργοναύτης" 1916, τευχ. 198, σελ. 10.

[57] Ι. Κάλφογλου, Ο εν Τραπεζούντι ναός, σελ. 10.

[58] Ι. Κάλφογλου, σελ. 10. Βλ. επίσης Α. Bryer και D. Winfield, The Byzantine monuments and topography οf the Pontos, Washington (1985).

[59] Σ, Καρπόβ, σελ. 496.

[60] Ν. Βaklanou, Ρanagia Chrysocephale de Trebizonde, στο: Βyzantiοη, τομ. 4ος (1927-1928), σελ. 365.

[61] J. Fallmerayer, Οriginal-Fragmente ..., τομ. I, σελ. 125. Α. Βryer και D. Winfield, The Byzantine ...,

σελ. 222.

[62] Χρύσανθος, Η Εκκλησία της Τραπεζούντος, σελ. 396.

[63] Χρύσανθος, Η Εκκλησία της Τραπεζούντος, σελ. 410.

[64] Μ. Πανάρετος, Χρονικόν, στο: Ν.Ε., τομ. 4ος, σελ. 278. Ι. Κάλφογλου, Ο εν Τραπεζούντι ναός ..., σελ. 10. J. Fallmerayer, Ιστορία της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, Θεσσαλονίκη (1984), σελ.

189. Α. Bryer και D. Winfield, The Βyzantίne ..., σελ. 223.

[65] Σ Καρπόβ, σελ. 242-244.

[66]Χρύσανθος, Η Εκκλησία της Τραπεζούντος, σελ. 393-394. Α. Bryer και D. Winfield, The Byzantine ..., σελ. 222.

[67] Ι. Μηλιόπουλος, Το εν Τραπεζούντι σπήλαιον του Αγίου Ευγενίου, στο: Α.Π., τομ. 6, Αθήνα (1934), σελ. 159-168.

Χρύσανθος, Η Εκκλησία Τραπεζούντος, σελ. 458.

Μ. Παρανίκας, Το σπήλαιον του αγίου Ευγενίου εν Τραπεζούντι στο: Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, τομ. ΚΘ! (1907), σελ. 304-306. Α. Bryer και D. Winfield, The Byzantine ..., σελ. 225.

[68] Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, σελ. 31.

[69] J.Strzygowski, Eine Trapezuntinische Bilderhandschrift vom Jahre 1346, στο: Repertorium fur Kunstwissenschaft, τομ. 13, τευχ. 4 (1890), σελ. 241-263. Α. Bryer και D. Winfield, The Βyzantine, σελ. 224. Α. Bryer, The Estates οf the Empire οf Trebizond στο: The Empire ο Trebizond and The Pontos, London (1980), σελ. 429-476.

[70] Ι. Κάλφογλου, Ο εν Τραπεζούντι ναός ..., σελ. 10.

[71] Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, σελ. 32.

[72] Μ. Παρανίκας. Εισαγωγή του χριστιανισμού εις Τραπεζούντα και Χαλδίαν, σελ. 272.

[73] Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 521. 

Πηγή: Η προσωπική σελίδα του Κωνσταντίνου Φωτιάδη, στο fb