Στους λόγους για τους οποίους έγραψε το βιβλίο «Πορείες θανάτου… και ζωής», που κυκλοφορεία από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, αναφέρθηκε ο συγγραφέας Βασίλης Σιδηρόπουλος, με καταγωγή από τον Κούκο Πιερίας, όπου και παρουσιάστηκε το βράδυ του Σαββάτου, στην αίθουσα του πρώην δημοτικού σχολείου, παρουσία κατοίκων του χωριού, της Πιερίας και της Μακεδονίας, το βράδυ του Σαββάτου 6 Αυγούστου 2022.
Στην ομιλία του ο Βασίλης Σιδηρόπουλος, ανέφερε τα εξής:
Αγαπητοί συγγενείς, φίλοι και προσκεκλημένοι, σας ευχαριστώ όλους που με τιμάτε με την παρουσία σας.
Είναι σημαντική η στιγμή για μένα, επειδή σήμερα με την παρουσίαση του βιβλίου μου, αποκαλύπτομαι εδώ μπροστά σας πρώτα και πάνω απ’ όλα, σαν ένας απλός άνθρωπος και όχι μόνο σαν συγγραφέας.
Μαζί μου και μέσα από το βιβλίο μου αποκαλύπτονται και σημαντικά κομμάτια της ιστορίας των ανθρώπων του χωριού μου, που έτρεξαν μέσα στα γεγονότα και συνοδοιπόρησαν δίπλα - δίπλα με τον πρωταγωνιστή του βιβλίου μου, τον παππού μου, τον Καπτάν Σαούρ Ανέστη.
Από την αρχή για όσους δεν με γνωρίζουν, σας λέω ότι, είμαι ένας από εσάς, σαν κι’ εσάς και δεν παρουσιάζω κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Πίνω, καπνίζω, νευριάζω, αγαπάω, γελάω, κλαίω, διαβάζω και γράφω.
Να, ίσως εδώ στο γράψιμο, να υπάρχει κάποια διαφορά αναμετάξυ μας, αλλά εμένα το γράψιμο είναι η γλυκιά μου καταφυγή.
Έχω όμως όλα τα κουσούρια και τις αδυναμίες που έχουμε όλοι μας.
Πάμε λοιπόν παρακάτω:
Η θεματολογία του βιβλίου έχει να κάνει, με σκηνές από τη ζωή και τα γεγονότα από το Αντάρτικο στον Τουρκόφωνο Δυτικό Πόντο.
Από την προσπάθεια των χωριανών μου να ριζώσουν στη νέα τους Πατρίδα.
Από την κατοχή και τον αδελφοκτόνο εμφύλιο.
Από διάφορα πολιτιστικά δρώμενα του χωριού, που συμπλέκονται με τα ήθη και τα έθιμα που κουβάλησαν οι πρόγονοί μας από τις χαμένες τους πατρίδες στα νέα χώματα, όπου τους φύτεψαν, παρά τη θέλησή τους.
Υπάρχουν τέλος στη θεματολογία και κάποιες αναφορές σε δύο τρία πρόσωπα με ιδιαίτερα γνωρίσματα και χαρακτηριστικά, που ζούσαν στην ίδια την κοινωνία του χωριού, όπου κι’ εγώ ο ίδιος ανδρώθηκα.
Όλοι οι μετέχοντες στην πλοκή και τα δρώμενα του βιβλίου, ζουν παράλληλα με τον Καπτάν Σαούρ Ανέστη και διανθίζουν σαν περικοκλάδες με τη δική τους δράση και ζωή και τη ζώσα πνοή του ίδιου μου του βιβλίου.
Ο καθένας από τους μετέχοντες συμβάλλει, είτε με την προσωπικότητά του, είτε με τα λάθη του, αλλά και με την προσφορά και τους αγώνες του, στο χτίσιμο μέρους της ιστορίας της πατρίδας μας.
Δυστυχώς, η ιστορία αυτή είναι άγνωστη, όχι μόνο στους Ελαδίτες Έλληνες, αλλά και σ’ εμάς τους Πόντιους, επειδή δεν καταγράφτηκε επαρκώς τα προηγούμενα χρόνια, για διάφορους λόγους.
Στο πλαίσιο της ανάδειξης της ζωής των πρωταγωνιστών μου, προσπάθησα πάρα πολύ, να μεταφέρω μέσω αυτής την δική τους και μόνο αλήθεια, όπως αυτοί την βίωναν και στο χρόνο που την βίωσαν.
Διότι, για να κατανοηθούν τα γεγονότα παλαιότερων χρόνων και εποχών, πρέπει ο οποιοσδήποτε θελήσει να δώσει απαντήσεις, να τοποθετήσει πρώτα ο ίδιος τον εαυτό του στο χρονικό κάδρο εκείνης της εποχής και όχι να κρίνει με τα δεδομένα του σήμερα.
Έγραψα τα γεγονότα, όχι όπως θα ήθελα να τα παρουσιάσω εγώ, αλλά ακριβώς όπως μου μεταφέρθηκαν και πιστεύω ότι τα κατάφερα αν όχι απόλυτα, τότε σε μεγάλο βαθμό.
Δεν επιθυμούσα για κανέναν λόγο το βιβλίο μου να συναρμολογηθεί από σπασμένα κεραμίδια και πλιθιά ανάκατα πεταμένα σε λασπωμένα χώματα.
Δεν ήθελα επίσης να αποτελέσω κι’ εγώ την συνέχεια όλων αυτών, που τις αλήθειες τις κρύψανε μέσα σε βαθιά λαγούμια, για να βρίσκονται εκεί κρυμμένες μια για πάντα, για να μην ντρέπονται. Όοοχι αυτοί που τις γράψανε, αλλά οι ίδιες οι αλήθειες.
Κυκλοφορούν όμως παρ’ όλα αυτά και καμουφλαρισμένες αλήθειες, κρύβοντας το σκοτεινό και μαύρο παρελθόν τους.
Να τις έγραψαν άραγε, άνθρωποι που τους κυνηγούν οι τύψεις; Δεν ξέρω, υποθέτω.
Εξ’ άλλου εγώ, δεν είμαι ο ειδικός για να δώσω απαντήσεις με βάση τις ιδεολογίες, τα πάθη και τα μίση του καθενός, που σε μεγάλο βαθμό όμως, καθόρισαν, αλλά και καθοδήγησαν τη σχετική βιβλιογραφία.
Απλά, πολύ απλά, για να με γνωρίσετε, σας δηλώνω, ότι δεν έδωσα και δεν θα δώσω ποτέ, κανένα συγχωροχάρτι, σε οποιονδήποτε φέρθηκε φασιστικά και σε οτιδήποτε έχει να κάνει, με βία απέναντι στις γυναίκες, στα παιδιά και τους ανήμπορους συνανθρώπους μας.
Και πάνω σ’ αυτό, σας λέω:
Σε ότι έχει να κάνει με τις φριχτές αγριότητες που διαπράχτηκαν και περιγράφονται και θα διαβάσετε μέσα στο βιβλίο, σαν χαρακτήρας είμαι διαμετρικά αντίθετος.
Αυτός είμαι.
Κι’ εδώ λοιπόν, αυτό που έχω να σας πω, είναι, ότι μέσα από τη λαϊκή σοφία του, ένας αγράμματος άνθρωπος μου δίδαξε τον ανθρωπισμό.
Τα λόγια του Καπτάν Σαούρ Ανέστη ήταν πάντα, αν και με χιούμορ, μια κραυγή αγωνίας για τα λάθη του από την μια μεριά και συμφιλίωσης με τον απέναντι συνάνθρωπο, από την άλλη.
Πολλοί από εσάς γνωρίζετε, ότι ήταν ο μοναδικός γέροντας στο χωριό, με τον οποίο όλοι σχεδόν οι νέοι του χωριού επεδίωκαν να κάνουν και έκαναν παρέα μαζί του.
Κάποιοι είναι εδώ ανάμεσά μας.
Τι να ήταν άραγε, αυτό που τους τραβούσε δίπλα του σαν μαγνήτης;
Να ήτανε τάχαμου, μόνο το χιούμορ του;
Όχι αγαπητοί μου.
Ήταν η βαθιά ανθρώπινη σοφία του και ο τρόπος που αντιμετώπιζε τα πράγματα και ξεπερνούσε τις δύσκολες καταστάσεις.
Αυτά τα δίδασκε με την ίδια του τη ζωή.
Και τα αντιμετώπιζε όλα με χιούμορ, παραθέτοντας ιστοριούλες και παραβολές.
Λίγοι όμως γνώριζαν ή γνωρίζουν, ότι ο άνθρωπος αυτός, αν και είχε χάσει ένα δεκατετράχρονο γιό στον εμφύλιο, είχε συγχωρήσει τους εκτελεστές του παιδιού του και αυτό το έδειχνε με την ίδια τη στάση ζωής του.
Πόση μεγάλη καρδιά λοιπόν, μπορεί να είχε ένας τέτοιος άνδρας;
Καταλαβαίνετε επομένως, τι τυχερό παιδί ήμουν, που η μοίρα μου τα έφερε έτσι και ανδρώθηκα κάτω από τις φτερούγες ενός τέτοιου άνδρα.
Μ’ έμαθε να συμφιλιώνω και να θρέφω με ωραία και δυνατά συναισθήματα τις καρδιές όλων των ανθρώπων.
Υπήρξαν όμως κατά τη διάρκεια της προεφηβείας και της εφηβείας μου και κάποιοι άλλοι εδώ στο χωριό, που με τον τρόπο και τη στάση ζωής τους με ενέπνευσαν και έβαλαν κι’ αυτοί το λιθαράκι τους στο να με διαμορφώσουν σ’ αυτό που είμαι σήμερα και πραγματικά, τους χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη.
Είναι άνθρωποι, που όταν όλο το χωριό είχε σχεδόν αδειάσει από τη μετανάστευση και αρκετά παιδιά είχαμε μείνει χωρίς τους γονείς μας, σταθήκανε δίπλα μου σαν παιδαγωγοί μου. Κάποιοι είναι εδώ ανάμεσά μας.
Είναι άνθρωποι ταπεινοί, που δεν θέλουν ν’ ακούσουν ούτε το ευχαριστώ μου όταν τους το προσφέρω με αγάπη και χαρμολύπη καμιά φορά.
Εύγε τους.
Γιατί λοιπόν και πως έγραψα το βιβλίο:
Από μωρό παιδί θυμάμαι κόσμο να μπαινοβγαίνει στο σπίτι μου. Ήταν κυρίως γέροντες απόμαχοι του αντάρτικου στον Πόντο, που διηγιόταν και περηφανεύονταν για τις νίκες τους απέναντι στους Οθωμανούς και τον Τοπάλ Οσμάν, αλλά μασούσαν κάπως τα λόγια τους, όταν το θέμα ακουμπούσε τα γεγονότα του εμφύλιου.
Άκουσα αμέτρητες ιστορίες, που τότε βέβαια τις εισέπραττα και τις εκλάμβανα μέσα μου σαν παραμύθια.
Το μεγάλο μπαμ μέσα μου έγινε, όταν τον χειμώνα του 1970 ήρθε στο σπίτι μας ο γνωστός Κωμωδιογράφος Δημήτρης Ψαθάς αναζητώντας στοιχεία για το αντάρτικο του Δυτικού Πόντου, προκειμένου να συγγράψει και 2ο βιβλίο με ιστορίες από τον Πόντο.
Παρέλασαν τότε, εκτός από τους χωριανούς μου και γέροντες από διάφορα χωριά της Πιερίας, ακόμα και από τις Σέρρες και διηγιόταν ο καθένας με τη σειρά του ό,τι δεν είχαν διηγηθεί οι προηγούμενοι.
Εγώ, παρών σε όλες εκείνες τις ατέλειωτες διηγήσεις έξυνα με μια μεταλλική ξύστρα το μολύβι του Ψαθά, που κάθε τρις και λίγο μου το έδινε ξανά- μανά για ξύσιμο.
Από την ημέρα εκείνη, αν και ήμουν μικρό παιδί ακόμα, μπήκε στο μυαλό μου η ιδέα, όολα αυτά τα παραμύθια να τα καταγράψω κάποια μέρα, για να μείνουν στις μνήμες των ανθρώπων.
Το 1978 ξεκίνησα σπουδές δημοσιογραφίας και ως φέρελπις εκκολαπτόμενος δημοσιογράφος άρχισα να παίρνω συνεντεύξεις από τον Παππού μου, αλλά και από την γιαγιά μου για όλα όσα είχα ακούσει όλα τα προηγούμενα χρόνια. Στη διάρκεια των επόμενων ετών πήρα συνεντεύξεις και από άλλους χωριανούς μου για γεγονότα που τυχόν δεν γνώριζα, ή ήθελα κάποιες διευκρινήσεις.
Σταδιακά και με το πέρασμα των χρόνων όποτε έβρισκα χρόνο, περνούσα και αποθήκευα στον υπολογιστή μου, όλες αυτές τις πληροφορίες και τις ιστορίες που είχα μαζέψει.
Μετά την επίσκεψή μου μαζί με την γυναίκα μου στο χωριό του παππού μου στην Τουρκία τον Αύγουστο του 2014, ένιωσα ότι πλησίαζε ο χρόνος πια, για να κάνω βιβλίο, όλο αυτό το πολύτιμο υλικό.
Υποχρεώσεις επαγγελματικές, με εμπόδιζαν να πραγματοποιήσω το όνειρό μου, που όλο και πήγαινε παραπίσω χρονικά.
Ώσπου, μας πλάκωσε ο Κορωνοϊός και βρήκα πια τον χρόνο που χρειαζόμουν.
Προβληματίστηκα πάρα πολύ, για το πως θα συνέραπτα όλο αυτό το διάσπαρτο υλικό, πως θα το συγκολούσα και πως και θα κατάφερνα να το κάνω βιβλίο.
Κατέληξα, να μην ακολουθήσω την πεπατημένη, αλλά να παραθέσω τα γεγονότα χωρίς τη χρονολογική τους σειρά, να τα συμπλέξω και να στέλνω τους πρωταγωνιστές μου μπρος πίσω στο χρόνο και στις σελίδες του βιβλίου.
Αποφάσισα επίσης, να δώσω τους ρόλους στους πρωταγωνιστές του βιβλίου, αποφεύγοντας έτσι την ξερή αφήγηση.
Ήθελα τις ιστορίες τους να τις διηγούνται οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές, γιατί θεωρούσα ότι μόνο έτσι θα αποκτούσαν την δυναμική ιστορική ενέργεια, που έτσι κι’ αλλιώς την είχαν από μόνες τους.
Ύστερα, επειδή είχα διαβάσει αρκετά βιβλία Πόντιων συγγραφέων, με είχε κουράσει αυτός ο τρόπος παράθεσης των ιστορικών γεγονότων και επιθυμούσα να δώσω αν μπορούσα κάτι διαφορετικό, χωρίς όμως να έχω σπουδάσει κάτι σχετικό και χωρίς να μπορώ να προδικάσω το αποτέλεσμα αυτής της απόπειράς μου.
Θεωρώ όμως ότι τα κατάφερα αρκετά καλά, ότι δηλαδή πάντρεψα σωστά τα γεγονότα με τους χρόνους και τους πρωταγωνιστές, αν και κριτές θα είστε εσείς και μόνο εσείς.
Και κάτι τελευταίο για τους χωριανούς μου.
Επιθυμώ το περιεχόμενο του βιβλίου μου να μην εκληφθεί από εσάς σαν μια προσπάθεια από μέρους μου επηρεασμού και αλλαγής πραγμάτων και καταστάσεων που είναι παγιωμένες για χρόνια στη συλλογική μνήμη της μικρής κοινωνίας του χωριού μας.
Προσπάθησα να αποδώσω με ακρίβεια όλες τις πληροφορίες που είχα.
Μπορεί κάποιες από αυτές να μην είναι επακριβείς, ή άλλες απ’ αυτές να ήθελαν κάποιο εμπλουτισμό.
Να γνωρίζετε όμως, ότι όπως και ο Καπτάν Σαούρ Ανέστης, έτσι κι’ εγώ σας νοιάζομαι όλους και σας χρειάζομαι, γιατί είστε μέλη και μέρος της πατρίδας μου, του χωριού μου, του είναι μου.
Του τόπου που γεννήθηκα, που μύρισα λουλούδια, που ερωτεύτηκα, που πόνεσα, που γλέντησα, που έκλαψα, όπως και όλοι εσείς άλλωστε και σ’ όλο αυτό που γίνεται σήμερα εδώ και είστε κοινωνοί του, έχετε κι’ εσείς μερίδιο, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο.
Σήμερα σ’ αυτή την αίθουσα του σχολείου μας, ας ρίξουμε συμβολικά και νοερά τον σπόρο όλοι μας και οι παρόντες και οι απόντες, για να θερίσουμε αύριο συναίνεση και αλληλοκατανόηση.
Σας ευχαριστώ για την υπομονή και την αγάπη σας.
Θα την κουβαλάω πάντα μέσα μου.
Σας ευχαριστώ από καρδιάς.