Με ιδιαίτερη λαμπρότητα πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025, στην Αίθουσα Τελετών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, ο επίσημος εορτασμός της Ημέρας του Πολιούχου Αγίου Δημητρίου, της 113ης Επετείου της Απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης και του Έπους του ’40, με την παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Τασούλα, και του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκου Χριστοδουλίδη, ο οποίος εκφώνησε τον Πανηγυρικό της ημέρας.
Ο Κυριάκος Αναστασιάδης
Ο Πρύτανης του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, Καθηγητής Κυριάκος Αναστασιάδης, στην προσφώνησή του αναφέρθηκε στη βαθιά συμβολική σημασία της σημερινής εκδήλωσης για τη Θεσσαλονίκη και το Αριστοτέλειο, υπογραμμίζοντας τον αδιάρρηκτο δεσμό του Ιδρύματος με την κοινωνία, τον πολιτισμό και τον ευρύτερο ελληνισμό. Τόνισε ότι, έναν αιώνα μετά την ίδρυσή του, το Αριστοτέλειο δεν περιορίζεται στην ανασκόπηση του παρελθόντος, αλλά επαναπροσδιορίζει την αποστολή του, επενδύοντας στην επιστήμη και στους ανθρώπους της.
Ο κ. Αναστασιάδης επεσήμανε ότι το Πανεπιστήμιο οφείλει να είναι «ένας ζωντανός οργανισμός γνώσης», ανοιχτός στην καινοτομία και τις ανάγκες της εποχής, υπηρετώντας πρωτίστως τις φοιτήτριες και τους φοιτητές του, που αποτελούν, όπως ανέφερε, «το μέτρο της επιτυχίας και το κινούν αίτιο της δημιουργικότητας».
Ο Πρύτανης υπογράμμισε ότι στόχος του Πανεπιστημίου δεν είναι απλώς η διαχείριση ενός μεγάλου θεσμού, αλλά η καλλιέργεια ενός ζωντανού φορέα ελευθερίας, αμφισβήτησης και δημιουργίας. Όπως σημείωσε, επικαλούμενος τον Καθηγητή Εμμανουήλ Κριαρά, «μόνο η παιδεία μπορεί να εγγυηθεί την ελευθερία».
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στη θεμελίωση της πρώτης Έδρας Κυπριακών Σπουδών στην Ελλάδα, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, τονίζοντας τον ισχυρό συμβολισμό και την προοπτική της νέας αυτής ακαδημαϊκής πρωτοβουλίας, που ενισχύει τους δεσμούς Ελλάδας και Κύπρου μέσω της παιδείας, της έρευνας και του πολιτισμού.
Ο Πρύτανης εξέφρασε τη βαθιά τιμή και συγκίνηση του Πανεπιστημίου για την παρουσία των Προέδρων της Ελληνικής και της Κυπριακής Δημοκρατίας, τονίζοντας ότι η συμμετοχή τους αποτελεί ξεχωριστή στιγμή για το Ίδρυμα.
Υπογράμμισε τη διαχρονική στήριξη του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας προς τη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση και τον συμβολισμό της σχέσης εμπιστοσύνης που τον συνδέει με το Αριστοτέλειο και τη Θεσσαλονίκη.
Παράλληλα, τόνισε ότι η παρουσία του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας συμβολίζει τη βούληση για περαιτέρω εμβάθυνση των δεσμών Ελλάδας και Κύπρου, μέσα από την εκπαίδευση, τον πολιτισμό και την έναρξη μιας νέας, δημιουργικής εποχής για τις Κυπριακές Σπουδές στο Αριστοτέλειο.
Κλείνοντας, απευθύνθηκε στις φοιτήτριες και στους φοιτητές, τονίζοντας ότι είναι το κέντρο βάρους κάθε σχεδίου, κάθε πρωτοβουλίας, κάθε προσπάθειας και ανανέωσε τη δέσμευση της Διοίκησης να οικοδομήσει ένα Αριστοτέλειο εξωστρεφές, δίκαιο, σύγχρονο και δημιουργικό «ένα Πανεπιστήμιο που δε φοβάται να ονειρευτεί και να πρωτοπορήσει στην ανώτατη εκπαίδευση της χώρας».
Ο Πανηγυρικός της ημέρας από τον Νίκο Χριστοδουλίδη
Η εκφώνηση του Πανηγυρικού της ημέρας έγινε από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκο Χριστοδουλίδη, με τίτλο: «Από τις ιστορικές σχέσεις της Κύπρου με τη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη Μακεδονία και Θράκη, στην ίδρυση της πρώτης Έδρας Κυπριακών Σπουδών στην Ελλάδα: Παρελθόν, παρόν και μέλλον».
Στην ομιλία του ο Νίκος Χριστοδουλίδης, ανέφερε.
Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά, περηφάνια και μεγάλη τιμή που συμμετέχω στη σημερινή εκδήλωση, σε αυτήν την εμβληματική αίθουσα, εκφωνώντας τον πανηγυρικό λόγο στην εκδήλωση του εορτασμού της ημέρας του Πολιούχου Άγιου της Θεσσαλονίκης, του Αγίου Δημητρίου, την εκατοστή δέκατη τρίτη επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης, τον Οκτώβριο του 1912, και της αντίστοιχης ογδοηκοστής πέμπτης επετείου του Έπους του ’40, που διοργανώνει η Πρυτανεία του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Νιώθω χαρά γιατί επισκέπτομαι και πάλι ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά ιδρύματα του νεότερου Ελληνισμού, και αισθάνομαι τιμή και περηφάνια επειδή η παρουσία μου συμπίπτει με τη συμπλήρωση, αυτήν την ακαδημαϊκή χρονιά, 100 χρόνων ζωής, ιστορίας και ανεκτίμητης προσφοράς του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ενός κορυφαίου εκπαιδευτικού ιδρύματος, που υπηρετεί και προάγει τα γράμματα, τις επιστήμες και την ελληνική παιδεία, έχει αναδείξει δεκάδες χιλιάδες επιστήμονες και αποτελεί έναν από τους καλύτερους πρεσβευτές του σύγχρονου ελληνικού πνεύματος και των επιτευγμάτων της ακαδημαϊκής έρευνας στον διεθνή χώρο.
Ενός ζωντανού πανεπιστημίου –τεράστιου χώρου αέναης ζύμωσης, διαλεκτικής και παραγωγής ιδεών, όπου νέες και νέοι, από το πρώτο έτος λειτουργίας του Πανεπιστημίου, το 1926, εδώ και έναν αιώνα, μορφώνονται και αποκτούν τα απαραίτητα εργαλεία για την επιστημονική και επαγγελματική τους κατάρτιση και συνάμα συνεχίζουν να ονειρεύονται, να αλλάζουν τον κόσμο και να τον κάνουν καλύτερο. Ένα ακαδημαϊκό ίδρυμα, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, που έχει γράψει, στα πρώτα εκατό χρόνια της ιστορίας του και της ζωής του ξεχωριστές σελίδες στην ελληνική ιστορία, στους αγώνες για τις δημοκρατικές κατακτήσεις, στην αντίσταση κατά της τριπλής ξένης κατοχής, το 1941-1944 και στην επτάχρονη δικτατορία του 1967-1974. Πετυχαίνοντας πάντοτε να είναι πρωτοπόρο και καινοτόμο τόσο στα έργα του πολιτισμού και στην πνευματική ανανέωση όσο και στην τεχνολογική ανάπτυξη, σε όλους τους πανεπιστημιακούς κλάδους και τομείς σπουδών και γνώσης.
Θέλω, λοιπόν, με την ευκαιρία της σημερινής μου παρουσίας εδώ, να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες προς τον Πρύτανη και συνολικά τις Πρυτανικές Αρχές για τη διοργάνωση της αποψινής εκδήλωσης αλλά πολύ περισσότερο για την τιμητική τους πρόσκληση. Εκπροσωπούν σήμερα ένα Πανεπιστήμιο, όπου δίδαξαν τεράστιες μορφές των ελληνικών γραμμάτων και του επιστημονικού κόσμου, μπροστά στις προσωπικότητες των οποίων νιώθουμε δέος, νιώθουμε σεβασμό και ευγνωμοσύνη. Και είμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς, ως Κυπριακός Ελληνισμός, επειδή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο δίδαξαν και διδάσκουν και δεκάδες Κύπριοι και Κύπριες ακαδημαϊκοί, δάσκαλοι και δασκάλες, γράφοντας τη δική τους ιστορία στις σχολές και στις ειδικότητές τους. Με πρώτο τον γεωπόνο Λάμπρο Οικονομίδη, από την Καλλέπεια της γενέτειράς μου Πάφου, που δίδαξε στο Τμήμα Γεωπονίας από τη δεκαετία του 1930.
Παράλληλα με τους χιλιάδες Κυπρίους φοιτητές και φοιτήτριες που αποφοίτησαν και φοιτούν στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ξεκινώντας προπολεμικά, κυρίως με φοιτητές στα Τμήματα Δασολογίας και Γεωπονίας, και στη συνέχεια σε όλες τις Σχολές και στα Τμήματα, ξεχωριστό κεφάλαιο στην κυπριακή ιστορία του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης αποτελεί η φοίτηση εδώ του γεωπόνου Κυριάκου Μάτση, ενός από τους μεγάλους ήρωες του απελευθερωτικού μας Αγώνα, που αρνήθηκε να παραδοθεί και σκοτώθηκε πολεμώντας, τον Νοέμβριο του 1958. Ένας ήρωας που αγωνίστηκε για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και που τιμάται στο Αριστοτέλειο με ειδικό μνημείο και με την προτομή του.
Στη συνέχεια, ο αριθμός των Κυπρίων φοιτητών και φοιτητριών στη Θεσσαλονίκη αυξήθηκε κατακόρυφα στα χρόνια που ακολούθησαν την τουρκική εισβολή του 1974, και μέχρι σήμερα η πόλη του Θερμαϊκού ασκεί μια ιδιαίτερη έλξη και γοητεία στους Κυπρίους αποφοίτους του Πανεπιστημίου.
Εκδηλώσεις σαν την αποψινή προσφέρονται ως μια ευκαιρία αποτίμισης επιμέρους πτυχών της ιστορίας και των εθνικών επετείων. Απόψε, ο Ελληνισμός και η Θεσσαλονίκη τιμούν και εορτάζουν την επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης, το 1912, που έχει καθιερωθεί να εορτάζεται την ημέρα του πολιούχου της πρωτεύουσας της Μακεδονίας, του Αγίου Δημητρίου. Θεωρώ πως η δική μου παρουσία σήμερα αποτελεί μια ευκαιρία να θυμηθούμε και να τιμήσουμε την κοινή πορεία και την πολιτισμική αλληλεπίδραση δύο ιδιαίτερων και ξεχωριστών γεωγραφικών τμημάτων του Ελληνισμού. Της Θεσσαλονίκης, και γενικότερα του βορειοελλαδικού χώρου της Μακεδονίας και της Θράκης, μαζί με την Κύπρο.
Εδώ και αιώνες, από την αρχαιότητα, ο ακριτικός χαρακτήρας της Κύπρου και της Μακεδονίας και η γεωγραφική τους θέση αποτέλεσαν καθοριστικούς παράγοντες για πολλές συγκλίσεις στην ιστορική τους πορεία. Σε αυτές τις περιοχές ξεσπούσαν πρώτα οι επιδρομές των ξένων λαών και από αυτές ξεκινούσαν οι προσπάθειες για τη διάδοση της ελληνικής επιρροής προς τη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια, αντίστοιχα. Η εν πολλοίς κοινή ιστορική μοίρα, μέχρι το 1912 οδήγησε στη δημιουργία πλήθους δεσμών και σχέσεων ανάμεσα στους δύο μακρινούς μεταξύ τους γεωγραφικούς χώρους, που, όπως ήταν φυσιολογικό, ενδυναμώθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας και την ενσωμάτωσή της στην ελληνική επικράτεια.
Σε αυτούς τους δεσμούς, ξεχωρίζουν οι κοινοί αγώνες των πληθυσμών των δύο περιοχών για την Ελευθερία και την αυτοδιάθεση. Τόσο στην Ελληνική Επανάσταση όσο και στις κατοπινές επαναστατικές κινητοποιήσεις του 19ου αιώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Κρήτης η παρουσία Κυπρίων εθελοντών ήταν συνεχής και αδιάλειπτη. Ήταν μια συμμετοχή που αποδείκνυε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, την κυπριακή συστράτευση στους αλυτρωτικούς αγώνες της «μητρός πατρίδος και των υποδούλων αδελφών» αποτελώντας, παράλληλα, την υπέρτατη έκφραση της διεκδίκησης της ελευθερίας και του πόθου για την Ένωση με την Ελλάδα των κατοίκων της Κύπρου. Η κυπριακή εθελοντική συμβολή έγινε πολύ πιο διακριτή στον ελληνικό στρατό στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, επαναλήφθηκε σε μικρότερη κλίμακα στις ιδιότυπες σκληρές συνθήκες του Μακεδονικού Αγώνα, κατά το 1904-1908, και κορυφώθηκε σε αριθμούς και θυσίες αίματος στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913, όταν υπολογίζεται ότι 55 Κύπριοι εθελοντές έχασαν τη ζωή τους είτε στην Ήπειρο είτε στα χώματα της Μακεδονίας και στη Νότια Βουλγαρία.
Είναι ενδεικτικό του ενθουσιασμού που προκάλεσε η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στην Κύπρο και στους Κυπρίους ότι στις 4 Νοεμβρίου 1912, λίγες μόνον ημέρες μετά την είσοδο του ελληνικού στρατού στην πόλη, στην Εκκλησία του Αγίου Μηνά, τότε μητροπολιτικού ναού, χοροστάτησε τιμητικά ο Μητροπολίτης Κιτίου Μελέτιος Μεταξάκης, που είχε ταξιδέψει από την Κύπρο, για να πάρει μέρος στον πόλεμο. Μαζί του, τις ίδιες μέρες βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη και οι πρώτοι εθελοντές στρατιώτες από την Κύπρο, με πιο γνωστό τον δήμαρχο Λεμεσού και πρώην βουλευτή Χριστόδουλο Σώζο, που πέντε εβδομάδες αργότερα, στα σαράντα του χρόνια, σκοτώθηκε στο Μπιζάνι, πολεμώντας για την ελευθερία της Ηπείρου.
Ακολούθησε, στα χρόνια του Πρώτου και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μια νέα μαζικότερη εθελοντική κυπριακή στράτευση, τόσο στον ελληνικό όσο και στον βρετανικό στρατό. Στο «Μακεδονικόν Μεταγωγικόν Σώμα» του βρετανικού στρατού μεταξύ 1916-1919 υπηρέτησαν στα χώματα της Μακεδονίας και της Θράκης 12.000 περίπου Κύπριοι ημιονηγοί. Κι άλλες, 4.000 έως 5.000 στρατιώτες επέστρεψαν με τον ίδιο στρατό κατά το 1940-1941, για να πολεμήσουν εναντίον του φασισμού και του ναζισμού, όταν η Ελλάδα, από τον Οκτώβριο του 1940 βρέθηκε ηγέτης και πρόμαχος στο στρατόπεδο της ελευθερίας και των πανανθρώπινων ιδανικών.
Έχω τονίσει και στο παρελθόν, σε παλαιότερη ομιλία μου στη Θεσσαλονίκη, ότι είναι άκρως εντυπωσιακό το γεγονός, που δεν έχει ακόμη συνειδητοποιηθεί στην έκταση και τη σημασία του, ότι μαζί με τους εκτελεσθέντες Κύπριους στη διάρκεια της Κατοχής και τους πεσόντες στον επακολουθήσαντα ελληνικό Εμφύλιο πόλεμο, η Μακεδονία είναι ο γεωγραφικός χώρος, στον οποίο σκοτώθηκαν οι περισσότεροι Κύπριοι στρατιώτες εκτός Κύπρου κατά τον 20ό αιώνα.
Και επειδή βρισκόμαστε απόψε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και τιμάμε και την αντίσταση του ελληνικού λαού στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, να μού επιτρέψετε να σταθώ σε μια πτυχή της κυπριακής συμβολής που ελάχιστοι γνωρίζουν. Ένας από τους δύο πρώτους φοιτητές του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, που εκτελέστηκαν στην Κατοχή από τα ναζιστικά στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη, στις 11 Νοεμβρίου 1941, ήταν ο Σωκράτης Διορινός, φοιτητής της Νομικής, από το Διόριος της Επαρχίας Κερύνειας. Το όνομά του είναι χαραγμένο στις μαρμάρινες πλάκες του Μνημείου Πεσόντων Αντιστασιακών Φοιτητών στον Εθνικό Απελευθερωτικό Αγώνα 1941-1944, που βρίσκεται στην είσοδο του αμφιθεάτρου της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου, λίγες δεκάδες μέτρα από την Αίθουσα Τελετών που βρισκόμαστε τώρα.
Ο Κύπριος «άγνωστος αντιστασιακός» του 1941, στον οποίο μόλις αναφέρθηκα, ήταν ένα από τα μέλη της σχετικά μικρής, αλλά ιδιαίτερα δραστήριας κοινότητας των Κυπρίων της Θεσσαλονίκης και της ευρύτερης Μακεδονίας και Θράκης. Η εγκατάσταση Κυπρίων στη Θεσσαλονίκη άρχισε να γίνεται αισθητή μετά το 1912 και την απελευθέρωση της πόλης, με τους περισσότερους να είναι βετεράνοι εθελοντές του ελληνικού στρατού ή έμποροι, που προστέθηκαν σε άλλες ομάδες μεμονωμένων κληρικών και εκπαιδευτικών, που συναντάμε σε προηγούμενες εποχές. Ο πρώτος «Σύλλογος Κυπρίων» ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Δεκέμβριο του 1919, και τα μέλη του, το καλοκαίρι του 1921 ήταν 105. Οι εμπορικοί δεσμοί ήταν αρκετά μεγάλοι, σε πολλούς τομείς, όπως μαρτυρεί και το γεγονός ότι το πρώτο περίπτερο της Κύπρου στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης φιλοξενήθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία τον Σεπτέμβριο του 1931. Σήμερα στην πόλη της Θεσσαλονίκης, και σε πολλές άλλες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, δραστηριοποιούνται αρκετοί Σύλλογοι Κυπρίων, με σημαντική πολιτιστική δράση, που συμβάλλουν ποικιλοτρόπως, συμπεριλαμβανομένου και στον κοινό αγώνα για το Κυπριακό και τον τερματισμό της τουρκικής κατοχής.
Αντίστοιχη δραστηριότητα επιδεικνύουν και οι κυπριακοί φοιτητικοί σύλλογοι, τόσο στο Αριστοτέλειο όσο και σε άλλα πανεπιστήμια της Μακεδονίας και της Θράκης, από την εποχή της ίδρυσης της «Εθνικής Φοιτητικής Ένωσης Κυπρίων Θεσσαλονίκης», το 1954.
Και βέβαια, σημαντικό σταθμό για την επίσημη παρουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας μας στη Βόρεια Ελλάδα, και την πολύπλευρη στήριξη των πολιτιστικών, εθνικών και εμπορικών ελλαδοκυπριακών δεσμών και σχέσεων, αποτελεί από το 1986 η λειτουργία του Γενικού Προξενείου της Κυπριακής Δημοκρατίας [στη Θεσσαλονίκη].
Έχω την ευκαιρία, αλλά και την ευλογία, εδώ και αρκετά χρόνια, να γνωρίσω προσωπικά την κοινότητα των Κυπρίων στη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα και να ζήσω από κοντά, σε πολλές περιπτώσεις, την αγωνία και τους αγώνες τους για την ελευθερία στην Κύπρο μας για τον τερματισμό της συνεχιζόμενης κατοχής μεγάλου τμήματος της πατρίδας μας από την Τουρκία, και για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος, που αποτελεί, πενήντα ένα χρόνια μετά, τροχοπέδη για το μέλλον της χώρας και των παιδιών μας.
Οι περισσότεροι Κύπριοι που ζουν σήμερα στη Μακεδονία και στη Θράκη είναι είτε πρόσφυγες του 1974, που βρήκαν ζεστή φιλοξενία στην πόλη –«πρωτεύουσα των προσφύγων» και «μεγάλη φτωχομάνα» και την ευρύτερη περιοχή της– είτε είναι απόφοιτοι του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου που εγκαταστάθηκαν και ρίζωσαν εδώ μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους.
Γνωρίζοντας αυτήν την παρουσία, αλλά και τη δραστηριότητά τους, δηλώνω περήφανος για την κυπριακή παρουσία στη Μακεδονία και τη Θράκη. Ζώντας μεταξύ αδελφών, χωρίς ποτέ να ξεχνούν την ιδιαίτερή μας πατρίδα στον καθημερινό τους αγώνα για προσωπική και επαγγελματική καταξίωση, στα σκληρά χρόνια της ανασυγκρότησης και της ανοικοδόμησης στην ημικατεχόμενη Κύπρο δημιούργησαν και στελέχωσαν συλλογικότητες, οργανώνουν εκδηλώσεις, βοηθούν στην τοποθέτηση μνημείων και την ίδρυση μουσείων, αφιερωμένων σε πτυχές και πρόσωπα της σύγχρονης ιστορίας μας και σε σύμβολα του αγώνα για τη δικαίωση του λαού μας.
Αυτές οι δράσεις και η δημιουργία μνημείων - τοποσήμων στη Μακεδονία και τη Θράκη, θυμίζουν και τιμούν τόσο Κύπριους ήρωες –τον Χριστόδουλο Σώζο, τον Γρηγόρη Αυξεντίου, τον Κυριάκο Μάτση, τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη– αλλά και τα πρόσωπα των δεκάδων αξιωματικών και στρατιωτών από τη Βόρεια Ελλάδα που σκοτώθηκαν, υπερασπιζόμενοι την κυπριακή ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα το καλοκαίρι του 1974 στον Πενταδάκτυλο, στις ακτές της Κερύνειας και στην πεδιάδα της Μεσαορίας.
Σε όλους αυτούς, πεσόντες αλλά και αγνοούμενους, οφείλουμε ευγνωμοσύνη, όπως οφείλουμε και στις ελληνικές κυβερνήσεις και στον αδελφό ελληνικό λαό για την πολύπλευρη και πολύχρονη ειλικρινή συμπαράσταση στον αγώνα μας για απελευθέρωση και τερματισμό της κατοχής.
Η παρουσία μου στην αποψινή εκδήλωση δεν μού έδωσε μόνο την ευκαιρία να θυμηθώ τις σπουδές μου στην ιστορία, μιλώντας σας για το παρελθόν, αλλά συνδέεται και με ένα εξαιρετικά ελπιδοφόρο και αισιόδοξο γεγονός: την ίδρυση και τα εγκαίνια της Έδρας Κυπριακών Σπουδών. Είναι η πρώτη έδρα που ιδρύει η Κυπριακή Δημοκρατία σε πανεπιστήμιο στην Ελλάδα, και είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που αυτό γίνεται σήμερα, 65 χρόνια μετά την κυπριακή ανεξαρτησία, εδώ στη Θεσσαλονίκη. Αναφέρθηκα προηγουμένως στη σημασία της ίδρυσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου στη νεοελληνική ιστορία. Πρέπει και οφείλω να προσθέσω σε αυτήν και τον ξεχωριστό ρόλο που είχε πάντοτε η πανεπιστημιακή κοινότητα του Αριστοτελείου στους αγώνες του Κυπριακού Ελληνισμού. Την ίδια στιγμή, οι κυπρολογικές σπουδές, εδώ και δεκαετίες, αναπτύχθηκαν και προωθήθηκαν από το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό του Αριστοτελείου, από κορυφαίους πανεπιστημιακούς δασκάλους, τόσο στις ανθρωπιστικές σπουδές όσο και στις θετικές επιστήμες και στις επιστήμες υγείας.
Αυτή η πλούσια και καρποφόρα παράδοση συνεχίζεται και στις μέρες μας, και αποκτά πλέον νέες διαστάσεις και νέα δυναμική με την ίδρυση και τα εγκαίνια της Έδρας Κυπριακών Σπουδών. Σε ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον, σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία σε πολλά επίπεδα και με τις τεχνολογικές εξελίξεις να δημιουργούν την αβεβαιότητα του απρόβλεπτου, η ίδρυση της Έδρας ανοίγει νέες προοπτικές συνεργασίας μεταξύ του ακαδημαϊκού κόσμου της Ελλάδας και της Κύπρου και δίνει την ευκαιρία στους φοιτητές και τις φοιτήτριες του Αριστοτελείου να διδαχθούν τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου αλλά και του κυπριακού ζητήματος.
Την ίδια στιγμή, η Έδρα θα συνεχίσει και θα συστηματοποιήσει σε ένα άλλο, αναβαθμισμένο επίπεδο την καλλιέργεια των Κυπριακών Σπουδών, με σεβασμό πάντοτε στην παράδοση των ελλαδικών πανεπιστημίων, σε συνδυασμό με την εμπειρία και τη γνώση που δημιουργήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες στην κυπριακή ιστοριογραφία και στα πανεπιστήμια του τόπου μας. Και θα επιτρέψει, είμαι σίγουρος, την προσέλκυση νέων ερευνητών και ερευνητριών, την υποβολή και έγκριση ερευνητικών προγραμμάτων, την εξοικείωση, αλλά και την εξειδίκευση στις Κυπριακές Σπουδές, στην ιστορία, στον πολιτισμό μας και στον κόσμο της Κύπρου, σημαντικού αριθμού νέων παιδιών.
Για την υλοποίηση του οράματος της δημιουργίας της Έδρας Κυπριακών Σπουδών συνεργάστηκαν πολλοί, τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στην Κύπρο. Την αρχική ιδέα είχε ο κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου, Καθηγητής Παναγιώτης Γκλαβίνης, ο οποίος αφιέρωσε πολύ χρόνο, για να φθάσουμε σήμερα στη λειτουργία της Έδρας, και θα ήθελα σήμερα, εκ μέρους της Κυπριακής Πολιτείας, να τον ευχαριστήσω θερμά.
Ειδικές ευχαριστίες στον τέως Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας που έλαβε την πολιτική απόφαση και τον τέως Υπουργό Παιδείας, τον πρώην Πρύτανη και Αντιπρύτανη του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου και στους Καθηγητές Γιάννη Στεφανίδη, Πέτρο Παπαπολυβίου και Ιάκωβο Μιχαηλίδη. Να ευχαριστήσω επίσης τον Πρύτανη Καθηγητή Κυριάκο Αναστασιάδη, και φυσικά την Υπουργό Παιδείας δρ Αθηνά Μιχαηλίδου, τον Γενικό μας Πρόξενο στη Θεσσαλονίκη κ. Κωνσταντίνο Πολυκάρπου, όπως και τον προκάτοχό του κ. Σπύρο Μιλτιάδη.
Ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου όλους όσοι συνέβαλαν –απολογούμαι αν παρέλειψα να αναφέρω ονομαστικά κάποιους– με οποιονδήποτε τρόπο στη δημιουργία της Έδρας. Θα ήταν τέλος παράλειψή μου να μη συγχαρώ θερμά τον εκλεγέντα Επίκουρο Καθηγητή Χαράλαμπο Αλεξάνδρου, απόφοιτο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Κλείνω, διαβεβαιώνοντάς σας ότι η Κυβέρνησή μου, και εγώ προσωπικά, θα παρακολουθούμε πολύ στενά τα επιστημονικά βήματα και την πρόοδο της Έδρας και θα είμαστε πάντοτε δίπλα στις Πρυτανικές Αρχές του Αριστοτελείου για περαιτέρω συνεργασίες προς όφελος του Ελληνισμού και των απανταχού Ελλήνων.
Τιμητικές απονομές
Επιπλέον, πραγματοποιήθηκαν απονομές τιμής προς τους Προέδρους της Ελληνικής και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, γιορτάζοντας 100 χρόνια από την ίδρυση και τη λειτουργία του, απέδωσε τιμή στον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Τασούλα, τιμώντας στο πρόσωπό του την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία και τις διαχρονικές αξίες που πρεσβεύουν και υπηρετούν τόσο το Πανεπιστήμιο όσο και το Ελληνικό Κράτος.
Ο Κωνσταντίνος Τασούλας
Στην αντιφώνησή του, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τασούλας, ανέφερε:
«Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, αυτό που είναι γνωστότερο ως η «Μεταπολίτευσις», στήριξε και συμβάδισε με την πρόοδο και την εξέλιξη και συνέβαλε στην εξέλιξη του Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, το οποίο δεν είναι μόνο ένα πανεπιστήμιο, το οποίο αναμετρά τη θητεία του την ευδόκιμη ενός αιώνος ήδη, αλλά ένα πανεπιστήμιο το οποίο ατενίζει με σιγουριά το μέλλον και μάλιστα εις τον δυσχείμερο στίβο του διεθνούς ανταγωνισμού, όπου οι επιδόσεις του είναι εντυπωσιακές.
Έτσι λοιπόν, αντιλαμβάνομαι αυτή την τιμή εις το πρόσωπό μου να τιμηθεί η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία από ένα πανεπιστήμιο, το οποίο ιδρύθηκε κατά την Β’ Ελληνική Δημοκρατία και του οποίου πανεπιστήμιου ο ιδρυτής, αυτός ο οποίος έβαλε την υπογραφή του στο πρώτο νομοσχέδιο που ανελάμβανε την γένεση του πανεπιστήμιου, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ήταν ταυτόχρονα, επαναλαμβάνω και ο ιδρυτής της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας, όμως έχει κάτι το μοναδικό και αξιοζήλευτο το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, διότι πριν τον Παπαναστασίου οραματίστηκε την ίδρυσή του ο περίφημος καθηγητής των Μαθηματικών Καραθεοδωρή, αμέσως μετά από τους Βαλκανικούς Πολέμους και βλέπουμε ότι το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ως ιδέα και εν συνεχεία ως υλοποίηση, ενεπλάκη στις μυλόπετρες της Ιστορίας, σε ένα μεταίχμιο ιστορικό του Ελληνισμού, εκεί όπου κορυφώθηκε η εδαφική Μεγάλη Ιδέα, η αλυτρωτική Μεγάλη Ιδέα, έως εκεί που η Μεγάλη Ιδέα, αυτή η εδαφική, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, παίρνει άλλη μορφή, σημαντική, αλαμπή, όχι τόσο λαμπερή όσο η εδαφική Μεγάλη Ιδέα, αλλά πάρα πολύ χρήσιμη και πάρα πολύ σημαντική για τον Ελληνισμό, η ιδέα που αντικατέστησε την αλυτρωτική Μεγάλη Ιδέα, η ιδέα της Ελλάδος να γίνει μια μικρή Αγγλία, η ιδέα της Ελλάδος της ανεπτυγμένης, της εκσυγχρονισμένης, της προοδεύουσας, μιας Ελλάδος που θα μπορούσε να σταθεί πρωτοπόρος στα Βαλκάνια και ισαξία αργότερα μέσα στο Ευρωπαϊκό περιβάλλον, εις το οποίο έδινε τον αγώνα της ζωής της.
Μέσα λοιπόν σε αυτό το μεταίχμιο το ιστορικό, όπου υπό το βάρος της Ιστορίας η πρώτη μεγάλη ιδέα της εφηβικής ηλικίας του κράτους μας υπέκυπτε στις μυλόπετρες της Ιστορίας, αλλά αμέσως γεννιόταν η επόμενη μεγάλη ιδέα ενός αναπτυγμένου κράτους, εμφανίζεται το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης για να πάρει τα σκήπτρα της ανάπτυξης, της προόδου, της αισιοδοξίας και της δημιουργίας των βορείων επαρχιών, όπως έλεγαν τότε.
Και αυτό το ρόλο, αυτή την αποστολή, τον έφερε σε πέρας αξιοθαύμαστα με αποκορύφωμα τη σημερινή του επίδοση, η οποία το κάνει ένα αξιοζήλευτο πανεπιστήμιο, όχι μόνο με όρους ελληνικούς ένα αξιοζήλευτο πανεπιστήμιο στη σφαίρα τη διεθνή, στη σφαίρα την παγκόσμια, στη σφαίρα που όλοι όσοι συνεργάζονται μαζί του, φοιτητές, ερευνητές, πανεπιστημιακοί, αντικρίζουν ένα ισότιμο και ισάξιο πανεπιστήμιο με τα μεγαλύτερα του κόσμου.
Με ιδιαίτερη συνεπώς συγκίνηση και τιμή παραλαμβάνω το μετάλλιο του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, ενός θεσμού που ενσαρκώνει ό,τι πιο διαρκές διαθέτει η πατρίδα μας. Την παιδεία, τη γνώση και το ήθος. Το Αριστοτέλειο, από την ίδρυσή του, όπως είπαμε, υπήρξε φάρος γνώσης και δημοκρατικού ήθους. Χώρος ελεύθερης συζητήσεως, δημιουργικής αμφισβήτησης και πνευματικής καλλιέργειας. Οι χιλιάδες επιστήμονες και πολίτες που διαμόρφωσε αποτελούν τη ζωντανή απόδειξη της συμβολής του στην πρόοδο της πατρίδος.
Ιδρύθηκε σε μια δύσκολη στιγμή για το έθνος. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, όταν τα τραύματα ήταν ακόμη ανοιχτά και η ανάγκη για ενότητα και ανασυγκρότηση επιτακτική. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου οραματίστηκε τότε ένα πανεπιστήμιο που θα ενσωμάτωνε τη Βόρεια Ελλάδα και τη Μακεδονία στον εθνικό κορμό.
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος, μια και είμαστε σε πανεπιστήμιο. Είχε σπουδάσει στη Χαϊδελβέργη, στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στο Λονδίνο. Και με τη Θεσσαλονίκη είχε ιδιαίτερους δεσμούς, διότι υπηρέτησε ως υπουργός συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Βενιζέλου, στην κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Και ως υπουργός συγκοινωνιών, θα λέγαμε σήμερα δημοσίων έργων ή υποδομών, είχε φροντίσει για ένα νέο σχέδιο πόλεως της Θεσσαλονίκης μετά τη μεγάλη πυρκαγιά, που την έπληξε τον Αύγουστο του 1917. Είχε συνεχώς σχέσεις με τη Θεσσαλονίκη και δεν είχε μόνο όραμα, γιατί συνήθως χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη επειδή είναι δημοφιλής και δημιουργεί καλές εντυπώσεις. Είχε και σχέδιο. Δεν αρκεί το όραμα στην δημόσια ζωή. Πρέπει να έχεις και σχέδιο. Γιατί αν έχεις μόνο όραμα, τότε παραμένεις σε αυτή τη χορεία. Πρέπει να υποστηρίζεται από ένα συγκεκριμένο σχέδιο. Κι έτσι ήρθε το πρώτο νομοσχέδιο στη Βουλή, συγκροτημένο για την ίδρυση αυτού του Πανεπιστημίου. Και ακολούθησαν, εν συνεχεία, οι επιψηφίσεις και η πρώτη λειτουργία, νομίζω κύριε πρύτανη στη Βίλλα Αλλατίνη, ήταν η πρώτη στέγαση του Πανεπιστημίου για να φτάσουμε σήμερα σε αυτή τη λαμπρή κτηριακή υποδομή που πρώτος ενεθάρρυνε και σχεδίασε ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμαλής, τον οποίο και το Πανεπιστήμιό σας ετίμησε κατά τη διάρκεια της θητείας του ως επίτιμο διδάκτορα.
Εν συνεχεία λοιπόν της ίδρυσής του, υπήρξε θεσμός αδιάπτωτης προσφοράς στη κοινωνία, στην επιστήμη και στην πατρίδα. Γιατί πράγματι η παιδεία είναι εκείνη που διαπερνά και συνέχει το έθνος, του επιτρέπει να επιβιώνει και να αναγεννάται ακόμη και μέσα από τις δοκιμασίες του. Και είναι σήμερα η παιδεία στην εποχή των ανακαλύψεων και των αλλαγών η δύναμη που θα μας πάει πιο κοντά στην Ενωμένη Ευρώπη. Μέσα από την παιδεία χτίζουμε το μέλλον. Όπως μέσα από την παιδεία και την Ελληνική Αναγέννηση ξεσηκώθηκε ο ελληνισμός το 1821 και διεκδίκησε και κατέχτησε την ελευθερία. Το Αριστοτέλειο κατόρθωσε να ενώσει γύρω του όλους τους πολιτικούς του τόπου ανεξαρτήτως ιδεολογίας σε ένα κοινό όραμα, την πρόοδο μέσω της παιδείας. Γιατί η Ελλάδα βρίσκει τον καλύτερο εαυτό της όταν οι διαφορές υποχωρούν μπροστά στο κοινό καλό. Και όσο εύκολο είναι ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ένας Πρόεδρος της Ελληνίδος Δημοκρατίας, να λέει όταν οι διαφορές υποχωρούν μπροστά στο κοινό καλό, τόσο πιστέψτε με και ιστορικά και κυριολεκτικά, είναι δύσκολο αυτό να υλοποιηθεί στην πράξη. Αλλά όταν πραγματοποιείται, η Ελλάδα δεν κάνει διστακτικά βήματα, κάνει άλματα, τα οποία καλύπτουν όλη την προγενέστερη διστακτικότητα της άρνησής μας ή της αδυναμίας μας να φερθούμε ενωτικά και ενωμένα.
Η ιστορία όμως αυτή, του Πανεπιστημίου αυτού, δεν ανήκει στο παρελθόν. Μας δείχνει τον δρόμο του μέλλοντος. Σε έναν κόσμο που αλλάζει, το Αριστοτέλειο αποτελεί σημείο αναφοράς όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για τα Βαλκάνια και την Ευρώπη. Να γίνει χώρος όπου συναντώνται ο λόγος, η επιστήμη και οι αξίες. Γιατί αν κάτι μας διδάσκει η ιστορία του Αριστοτελείου, είναι πως ακόμη και στις πιο σκοτεινές εποχές, η Ελλάδα δεν παύει να θεμελιώνει φως. Να μετατρέπει τη δοκιμασία σε πηγή αναγέννησης. Να μετατρέπει τη Μικρασιατική Καταστροφή σε άλμα προς τα μπροστά. Να ενσωματώνει τους ξεριζωμένους και να τους δίνει καινούργιες ρίζες γερές. Και αυτό το φως οφείλουμε να το κρατήσουμε ζωντανό, επενδύοντας στη γνώση, στη συνεργασία, αλλά και στην πίστη, πως το μέλλον της χώρας μας και της Ευρώπης περνά μέσα από την παιδεία.
Σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνατε και εύχομαι κάθε -ειλικρινά- επιτυχία και στη νέα έδρα αλλά και στους διεθνείς και εθνικούς τόπους του άξιου Πανεπιστημίου σας».
Απέδωσε, επίσης, τιμή στον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκο Χριστοδουλίδη, τιμώντας στο πρόσωπό του τον κυπριακό ελληνισμό για την προσφορά του στους αγώνες για την ελευθερία και την ευημερία της Μακεδονίας και της Ελλάδας γενικότερα και τους αδελφικούς δεσμούς που συνδέουν διαχρονικά την Κύπρο με τη Μακεδονία.
Στο μουσικό μέρος της εκδήλωσης, η Συμφωνική Ορχήστρα και η Χορωδία «Γιάννης Μάντακας» του Αριστοτελείου ερμήνευσε αποσπάσματα από το Πνευματικό Εμβατήριο του Μίκη Θεοδωράκη, σε ποίηση Άγγελου Σικελιανού. Σολίστ στο τραγούδι ήταν η Μέλα Γεροφώτη και ο Απόστολος Σωτηρούδης. Τη χορωδία σε διδασκαλία Εριφύλης Δαμιανού και τη Συμφωνική Ορχήστρα του Αριστοτελείου διεύθυνε ο αρχιμουσικός και Αν. Καθηγητής του Τμήματος Μουσικών Σπουδών Βλαδίμηρος Συμεωνίδης.
Η Τελετή του εορτασμού της 26ης Οκτωβρίου ολοκληρώθηκε με τον Εθνικό Ύμνο από τα μουσικά σύνολα του Αριστοτελείου.