Τα τελευταία 30 περίπου χρόνια, κάθε 19η του Μάη, συγκεντρωνόμαστε εδώ στην όμορφη Θεσσαλονίκη για να τιμήσουμε τους νέους, τα μωρά, και τους ηλικιωμένους με τα κουρελιασμένα ρούχα και τα πληγωμένα σώματα που έμειναν άταφα για 100 ολόκληρα χρόνια, στα βουνά και στα ποτάμια του Πόντου, πάνω σε δρόμους και σε χωράφια, μέσα σε ερειπωμένες αποθήκες και σε καμένες εκκλησίες.
Ο πένθιμος ήχος της καμπάνας φτάνει ως τις μέρες μας, συνεχίζει ακόμα να αντηχεί, έναν αιώνα μετά και να ραγίζει τις καρδιές μας.
Και δίπλα σε αυτό τον πένθιμο ήχο, ακούγεται βαθιά η λύρα και η φωνή του Τραπεζούντιου Στάθη Βενιαμίδη να τραγουδά «ανάθεμα και τον Κεμάλ, π’εγέντονε αιτία, τον Πόντο να ευκαιρώνομε, απές σο ‘23».
Απόψε δεν είμαστε εδώ μόνο εμείς οι ορατοί, αλλά είναι μαζί μας και οι δεκάδες χιλιάδες ψυχές εκείνων των ανθρώπων, περιμένοντας υπομονετικά από εμάς τους ζωντανούς, να αφηγηθούμε τις τραγικές ιστορίες τους, και να τις διαδώσουμε στον κόσμο, ώστε οι ψυχές αυτές να βρουν δικαίωση και ανάπαυση.
Μια τέτοια τραγική ιστορία, από τις χιλιάδες που υπήρξαν, είναι της Αγγελικής Σιδηροπούλου από την Πάφρα:
«Όταν μας σήκωσαν για την εξορία, είχε πέσει χολέρα στην περιοχή μας. Πήραν τους άντρες μας και τους κλείσανε στη φυλακή, κι εμάς τις γυναίκες και τα παιδιά, μας βγάλανε έξω από την πόλη, και μας έδωσαν κι από ένα κάρο για να φορτώσομε τα ρούχα μας και από κανένα στρώμα. Μας είπανε να πάρομε λίγα ρούχα μαζί μας, γιατί μονάχα τρεις μήνες θα μείνομε στην εξορία. Για τρεις μήνες μας πήγανε, κι μείναμε τρία χρόνια...».
Ο Σάββας Μιχαηλίδης από ένα χωριό της Κερασούντας μας λέει «βρώμικα νερά πίναμε, μολυσμένα από τα πτώματα των Αρμένηδων που σάπιζαν μέσα στα ρέματα».
Ο Ιωάννης Τσολοσίδης από ένα χωριό κάπου ανάμεσα στα Κοτύωρα και στο Σεμπίν Καράχισαρ, αφηγείται τα εξής «Νύχτα μας πήραν από τα σπίτια μας, μας πήγαν σε στρατώνες, μόνο άνδρες. Σε τρεις μέρες μας έστειλαν εξορία. Γυναίκες και παιδιά μαζεύτηκαν και έκλαιγαν. Φοβούνταν μήπως μας σκοτώσει ο Τοπάλ Οσμάν. Μας πήγαν στο Τσορμίκ της Τοκάτης. Στο δρόμο κάθε λίγο μας λήστευαν, μας χτυπούσαν, μας έβριζαν, κάποιους τους σκότωναν».
Η Εύχαρις Δεληγιαννίδου από την Αμισό αφηγήθηκε το 1965 την δική της τραγική ιστορία «Από όλους τους χωριανούς μας, μόνο εγώ γλίτωσα από το μαχαίρι και την φωτιά. Τα θυμάμαι και τρέμω ακόμα. Ήρθαν οι τσέτες του τοπάλ οσμάν. Πρώτα σκότωσαν, ύστερα έκλεψαν τα σπίτια και ύστερα τα έκαψαν. 2-3 γυναίκες έφυγαν. Τις κυνήγησαν και τις σκότωσαν. Ύστερα τις βίασαν. Εγώ ήμουν κρυμμένη στο ποτάμι, μέσα σε έναν θάμνο. Οι τσέτες μεταξύ τους γελούσαν και άκουσα έναν που τους έλεγε «δεν ντρέπεστε, πεθαμένες γυναίκες…»
Αυτές οι ιστορίες μας στοιχειώνουν ακόμα.
Ιορδάνης Κοτζακίδης «Στο ερζερούμ και στην αμάσεια κρεμούσαν κάθε μέρα».
Λεόντιος Μαυρίδης «καθίσαμε και περιμέναμε τα παπόρια, τα παπόρια δεν ήρθαν».
Δημήτριος Ασλάνογλου «πως ζούσαν τα αγρίμια του λόγγου, έτσι ζούσαμε».
Αλέξιος Αναστασιάδης «πήρα το χαρτί ενός από τους πεθαμένους και με αυτό μπήκα στο βαπόρι».
Αναστασία Ορφανίδη «Τούρκοι φίλοι πήγανε και ειδοποιήσανε και τους χριστιανούς. Έρχεται ο Τοπάλ Οσμάν και κινδυνεύουνε».
Χαρίκλεια Ελευθεριάδη «στη δική μας οικογένεια επτά άτομα ήτανε. Τρία απομείναμε.»
Αρκετές φορές αναρωτιέμαι ποια πρέπει να είναι σήμερα η σχέση μας με αυτές τις αφηγήσεις των τραγικών εκείνων εμπειριών της εξορίας και της γενοκτονίας; Πως η δική μας γενιά πρέπει να σταθεί απέναντι σε αυτές τις ιστορίες, τι θα κάνουμε με αυτές; Ποια είναι η δική μου ευθύνη/η δική σας ευθύνη, όλων μας, απέναντι στα γεμάτα απορία βλέμματα των χιλιάδων ανθρώπων που εξορίστηκαν αλλά και απέναντι σε αυτούς που έχασαν την ζωή τους;
Θα αφήσουμε την λήθη να απορροφήσει τις ιστορίες τους ώστε να ξεχαστούν ή θα πρέπει να τις θυμίζουμε στους εαυτούς μας και στις νεότερες γενιές, και για πιο λόγο;
Θα επιτρέψουμε στην δύσκολη καθημερινότητα που βιώνει η πατρίδα μας, με τα προβλήματά της, την πανδημία, την ανεργία, την οικονομική κρίση, την πολιτική πόλωση, να μας απομακρύνει από το ιστορικό και θα έλεγα υπαρξιακό μας χρέος απέναντι στους χιλιάδες εξόριστους και νεκρούς μας;
Τι νόημα θα είχε άραγε η ζωή μας αν ήταν βουτηγμένη στην λήθη, στην αδιαφορία, στον ωχαδελφισμό.
Ο μεγάλος ηγέτης του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των αφροαμερικανών και αγωνιστής ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις ΗΠΑ, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, είπε πως οι ζωές μας αρχίζουν να στερεύουν, να τελειώνουν από την ημέρα που αρχίζουμε να σιωπούμε και να αδιαφορούμε για πράγματα που έχουν μεγάλη σημασία και αξία για τον ανθρώπινο βίο.
Θα στερέψουμε άραγε και εμείς, θα τα παρατήσουμε;
Ο αγώνας για την διεθνή αναγνώριση της γενοκτονίας είναι καταρχήν ένας αγώνας ενάντια στις δικές μας αδυναμίες και στην αδιαφορία, ενάντια στον κακό μας εαυτό.
Κατανοώ ότι οι δυσκολίες των τελευταίων ετών έχουν καταπονήσει πολλές χιλιάδες συμπολιτών μας, ακόμα και ανθρώπους των ποντιακών οργανώσεων, και τους οδήγησαν στην αδιαφορία αλλά και στην παραίτηση. Έχουμε όμως την δύναμη να σηκωνόμαστε όρθιοι κάθε φορά που πέφτουμε και να αρχίζουμε από την αρχή. Σκεφτείτε μόνο όσα σας αφηγήθηκα πριν λίγο, κάποιες από τις τραγικές εμπειρίες των προγόνων μας που όμως είχαν μέσα τους πίστη, δύναμη και θέληση για ζωή και δημιουργία. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να το θυμόμαστε και να το μεταφέρουμε και στις επόμενες γενιές. Το παράδειγμα και η θυσία των προγόνων μας είναι ο φάρος και η έμπνευση μας, δίνει νόημα στις ζωές μας. Για αυτό άλλωστε συνεχίζουμε να ακούμε και να τραγουδάμε με πάθος τα ίδια τραγούδια, τραγούδια που τους έδιναν χαρά και λύπη, νοσταλγία και παρηγοριά, δύναμη και ελπίδα. Γιατί τραγουδώντας τα, αισθανόμαστε ότι κρατάμε στα χέρια μας κάτι πολύ δικό τους, τις ψυχές τους. Και είναι σαν να μην έχουμε αποχωριστεί ποτέ.
Κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες η σκέψη μου κατακλύζεται με εικόνες και λόγια των παππούδων μου από την Πάφρα και την Σεβάστεια. Ήταν άνθρωποι που αντιμετώπιζαν τις δυσκολίες με στωικότητα, δύναμη και αποφασιστικότητα. Άνθρωποι υπερήφανοι όπως όλη εκείνη η γενιά των ηρώων, που έπιαναν την πέτρα και την έστιβαν, που σέβονταν και βοηθούσαν τους αδυνάτους, άνθρωποι με σκληρή όψη και ευγενική καρδιά. Γιατί ο Πόντος δεν είναι πρωτίστως τόπος, αλλά τρόπος ζωής, που πέρασε και σε εμάς.
Αυτή η πρώτη γενιά των προσφύγων, δεν είχε χρόνο να μιλήσει δημόσια, πολιτικά, για το έγκλημα της γενοκτονίας και να διεκδικήσει αναγνώριση. Ήταν μια γενιά απορροφημένη από τον αγώνα της επιβίωσης, που προσπαθούσε να ξεχάσει, να επουλώσει τα τραύματα και να κάνει μια νέα αρχή. Οικογένειες διαλυμένες, όνειρα που διαψεύστηκαν, σχέδια που δεν υλοποιήθηκαν, πόρτες σπιτιών που έμειναν μισάνοιχτες με τραπέζια στρωμένα και καντήλια που έκαιγαν, αλλά και ο ενθουσιασμός για το νέο ξεκίνημα στη μητέρα Ελλάδα.
Δεν πρόλαβαν όμως να ορθοποδήσουν καλά καλά και τους βρήκε ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος και ο εμφύλιος σπαραγμός. Νέες τραγωδίες και αποχωρισμοί, που αποτυπώθηκαν γλαφυρά σε τραγούδι από τον σπουδαίο τραγουδιστή μας Χρήστο Παπαδόπουλο «μανίτσαμ εγώ θυμούμαι το 47, χρόνια άσκεμα εδέβαμ και πολλά πικρά…συγγενός τον συγγενόn, αδελφός τον αδελφόν, τ’έναν τ΄άλλο εσκοτούνταν, άι τρανόν κακόν». Και μετά ήταν τα τραγούδια του Χρύσανθου που υπενθύμιζαν τον πόνο του νέου ξεριζωμού, της μετανάστευσης στη Γερμανία, στην Αμερική, στην Αυστραλία και αλλού «τα φτωχά παιδία, παν σην ξενητείαν».
Μετά ήρθε και η μετανάστευση στα αστικά κέντρα της Θεσσαλονίκης και των Αθηνών, όμως το νήμα της μνήμης δεν κόπηκε. Ιδρύσαμε συλλόγους όπου τα παιδιά μάθαιναν να χορεύουν και να θυμούνται. Οι περισσότεροι από εμάς θυμόμαστε τα πρώτα μας σκιρτήματα στον ποντιακό σύλλογο της γειτονιάς, τους χορούς και τις εκδηλώσεις, τον ενθουσιασμό να κρατήσουμε την λύρα στα χέρια μας και να μάθουμε να παίζουμε τα πρώτα μας τραγούδια. Την χαρά των γονιών να βλέπουν τα παιδιά τους να χορεύουν στον σύλλογο, για να ικανοποιήσουν την επιθυμία των δικών τους γονιών, των παππούδων και γιαγιάδων που έβλεπαν τα εγγόνια τους να μαθαίνουν ποντιακά.
Η μνήμη και το ποντιακό αίσθημα ενισχύθηκαν όταν άρχισαν να καταφθάνουν στην Ελλάδα οι Έλληνες από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, τον Καύκασο, την κεντρική ασία, και ο τραγουδιστής μας, ο Μπάμπης Ιορδανίδης, τους υποδεχόταν με το τραγούδι του «τ’εμετέρ ασήν Ρουσίαν, έρθαν σην Μακεδονία» ενώ οι αδερφοί Γεωργιάδη στο Μενίδι των Αθηνών, με τα τραγούδια τους μας θυμίζουν την Οδύσσεια αυτών των συμπατριωτών μας.
Πέρασε ένας ολόκληρος αιώνας από το σοκ της γενοκτονίας και της μαζικής εκδίωξης από τον ιστορικό Πόντο και η περιπλάνησή μας στις γειτονιές του κόσμου ακόμα συνεχίζεται, με νέες μεταναστεύσεις και μετακινήσεις. Από την Νέα Υόρκη και την Καλιφόρνια μέχρι την Λατινική Αμερική, χτίσαμε νέες κοινότητες διασποράς.
Έχω επισκεφθεί πολλές από αυτές τις κοινότητες και σας διαβεβαιώ ότι η μνήμη και ο παλμός παραμένουν ζωντανά.
Όσοι πιστεύουν ότι τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, των αρχών του 20ου αιώνα, τα γεγονότα της γενοκτονίας, αφορούν μόνο τους ιστορικούς και το παρελθόν, σφάλουν. Χωρίς μνήμη δεν υπάρχουμε στο σήμερα. Και εμείς είχαμε την τραγική τύχη, να κουβαλούμε μνήμες βαριές, γεμάτες πόνο και πολλά αναπάντητα γιατί…
Τα τελευταία χρόνια με τρόπο περισσότερο συγκροτημένο, προσπαθούμε να διεθνοποιήσουμε το ζήτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας και παράλληλα αναμένουμε μια ειλικρινή και έμπρακτη συγγνώμη από τους ιδεολογικούς και πολιτικούς απογόνους των νεοτούρκων, που διέπραξαν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, γενοκτονία κατά Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων. Και επειδή τότε τα εγκλήματα έμειναν ατιμώρητα, η βία και οι εκτοπισμοί συνεχίζονται μέχρι και σήμερα έναντι των Κούρδων και άλλων εθνοτικών και θρησκευτικών κοινοτήτων της σημερινής Μικράς Ασίας.
Και ακριβώς επειδή το έγκλημα της γενοκτονίας για πολλές δεκαετίες πέρασε στη λήθη, αντί για συγνώμη, μετάνοια και αναγνώριση, φτάσαμε σήμερα να ακούμε για γαλάζιες πατρίδες, για τα σύνορα της καρδιάς του, και είδαμε τζιχαντιστικά σπαθιά στην Αγ.Σοφία Κωνσταντινούπολης, η οποία μετατράπηκε ξανά σε τέμενος, αδιαφορώντας για την προστασία του ιστορικού αυτού μνημείου. Και πρέπει να τονίσω ότι όλα αυτά δεν γίνονται απλώς για εσωτερική κατανάλωση όπως μερικοί στη χώρα μας έχουν συνηθίσει να λένε, αλλά γίνονται για εξωτερική χρήση, για προετοιμασία της κοινής γνώμης για επεκτατικούς, κατακτητικούς πολέμους. Δεν είναι τυχαίο ότι η σημερινή Τουρκία έχει εισβάλει και κατέχει εδάφη σε 4 γειτονικές χώρες, μία εκ των οποίων και η Κυπριακή Δημοκρατία.
Μερικά χιλιόμετρα βορειότερα, βλέπουμε με ανησυχία τι έχει προκαλέσει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Έναν αιώνα μετά την γενοκτονία στις νότιες ακτές του Ευξείνου Πόντου, ο παρευξείνιος ελληνισμός, αυτή την φορά στον βόρειο Εύξεινο, βρίσκεται και πάλι στην καρδιά γεωπολιτικών αναταράξεων και κινδυνεύει με εκτοπισμούς και καταστροφή, και οφείλουμε να σταθούμε στο πλευρό του με κάθε διαθέσιμο μέσο, να καταδικάσουμε την ρωσική εισβολή, να απαιτήσουμε τερματισμό του πολέμου και σεβασμό στο Δ.Δ και στην ακεραιότητα των εδαφών της Ουκρανίας.
Στο σύγχρονο κόσμο βλέπουμε να ενισχύονται αντιδημοκρατικές, ακραίες ιδεολογίες, καθώς και αυταρχικά και επεκτατικά καθεστώτα που απειλούν την ειρήνη και την σταθερότητα. Λόγω και της ραγδαίας εξέλιξης στις στρατιωτικές και άλλες τεχνολογίες που δίνουν την δυνατότητα για γρήγορη και μαζική εξολόθρευση πληθυσμών, ο κίνδυνος νέων γενοκτονιών από αυτά τα καθεστώτα είναι ορατός.
Ας στείλουμε σήμερα εδώ από την Θεσσαλονίκη, ένα ξεκάθαρο μήνυμα σε όλη την χώρα και στην Ευρώπη. Ότι εμείς, οι απόγονοι προσφύγων αγωνιζόμαστε για την καταδίκη του εγκλήματος της γενοκτονίας κατά του ποντιακού ελληνισμού αλλά και ευρύτερα έναντι όλων των χριστιανικών κοινοτήτων της Μικράς Ασίας. Μιας γενοκτονίας που σχεδιάστηκε πριν από 100 περίπου χρόνια εδώ, σε αυτή την πόλη, από τους νεότουρκους και ολοκληρώθηκε από τους κεμαλικούς.
Η Θεσσαλονίκη μας, οφείλει να πρωταγωνιστήσει στον ανθρωπιστικό αγώνα της καταδίκης των γενοκτονιών διεθνώς. Το χρωστά στην ιστορία της, στα παιδιά της. Μια πόλη που όχι μόνο δέχθηκε τα κύματα των προσφύγων προγόνων μας, όπως και ολόκληρη η Μακεδονία και η Θράκη, αλλά επιπλέον είναι μια πόλη που έζησε την τραγωδία της απώλειας πολλών χιλιάδων αθώων εβραίων συμπολιτών μας κατά την διάρκεια του 2’ παγκοσμίου πολέμου και του Ολοκαυτώματος.
Για αυτό με προβληματίζει και με λυπεί βαθιά να βλέπω διαφημιστικές μπροσούρες ακόμα και από επίσημους φορείς, να παρουσιάζουν ως τουριστική ατραξιόν το σπίτι που υποτίθεται ότι γεννήθηκε ο Μ.Κεμάλ, ένας δικτάτορας που αιματοκύλησε την Μικρά Ασία και δημιούργησε ένα αυταρχικό καθεστώς, τον επεκτατισμό και την βία του οποίου τα βλέπουμε να ξεδιπλώνονται μέχρι και σήμερα. Όμως, όπως είναι γνωστό, ο Μ.Κεμάλ υπήρξε και ο δάσκαλος του άλλου ρατσιστή εγκληματία, του αδόλφου χίτλερ, την παραφροσύνη του οποίου η χώρα μας πλήρωσε πολύ ακριβά.
Αγωνιζόμαστε για την διεθνή αναγνώριση της γενοκτονίας και καταδίκη των μισαλλόδοξων ιδεολογιών που την εφάρμοσαν όχι γιατί θέλουμε να εκδικηθούμε, η λέξη αυτή δεν είναι κομμάτι του πολιτισμού που μας δίδαξαν οι πρόγονοί μας. Επιδιώκουμε διεθνή αναγνώριση της γενοκτονίας γιατί επιθυμούμε ειρήνη και συνεργασία με όλους τους γείτονές μας. Αυτή όμως η συνεργασία μπορεί να στηρίζεται μόνο στο σεβασμό του Δ.Δ. και στην καταδίκη της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού και του επεκτατισμού.
Φίλες και φίλοι, μέσα σε όλα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στην περιοχή μας, βλέπω με μεγάλη ικανοποίηση τις προσπάθειες αμυντικής θωράκισης και ενίσχυσης της πατρίδας μας. Και θέλω από αυτό το βήμα να ευχαριστήσω, να ευχαριστήσουμε, τους άνδρες και τις γυναίκες των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων που εργάζονται άοκνα για να είμαστε εμείς ασφαλείς και προστατευμένοι από κάθε είδους εξωτερικό αναθεωρητισμό και επιθετικότητα, για να μπορούμε να αφιερωθούμε στα έργα της ειρήνης.
Επίσης πρέπει να τονίσω ότι τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκε ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας, γεωπολιτικής και διπλωματικής, που μας επιτρέπει να προωθήσουμε διεθνώς, πιο αποτελεσματικά, το αίτημα αναγνώρισης του εγκλήματος της γενοκτονίας. Ελπίζω και εύχομαι οι ελληνικές κυβερνήσεις να μην χάσουν αυτή την σημαντική, ιστορική ευκαιρία.
Ηη αποψινή μας σύναξη είναι μια συμβολική εκδήλωση μνήμης, αγάπης αλλά και συγχώρεσης.
Και θα ήθελα τα ΜΜΕ που καλύπτουν την συγκέντρωση μας, να μεταδώσουν ξεκάθαρα αυτό το μήνυμα στους συμπολίτες μας σε όλη την Ελλάδα, και να τους ζητήσουμε να σταθούν στο πλευρό μας. Θα τιμήσουν έτσι και την μνήμη ενός συναδέλφου τους, του δημοσιογράφου Νίκου Καπετανίδη από το Ρίζαιο και την Τραπεζούντα, που πριν από 100 περίπου χρόνια θυσίασε την ζωή του για την ελευθερία του λόγου, την ειρήνη, την δημοκρατία και την αξιοπρέπεια.
Οραματίζομαι την ημέρα που αυτές τις τελετές δεν θα τις κάνουμε μόνο εδώ στην Ελλάδα, αλλά και στην Πάφρα, στην Κερασούντα, στα Κοτύωρα, στη Σινώπη, στη Νικόπολη, στην Αργυρούπολη, στην Τραπεζούντα, όπου Έλληνες και Τούρκοι πολιτικοί θα καταθέτουν μαζί στεφάνι στη μνήμη των θυμάτων της γενοκτονίας, τα παιδιά στην Τουρκία θα μαθαίνουν για το έγκλημα αυτό στα σχολεία τους, οι καλλιτέχνες θα μπορούν να τραγουδούν μαζί, ελεύθερα, στη μνήμη των θυμάτων της γενοκτονίας, σε όλες τις πόλεις και στα χωριά του σημερινού Πόντου και της Μικράς Ασίας.
Τα τελευταία χρόνια έχουμε πλέον συνοδοιπόρους και νέους επιστήμονες, ερευνητές, συγγραφείς και ακτιβιστές από την ίδια την Τουρκία, οι οποίοι μιλούν για το έγκλημα της γενοκτονίας προσπαθώντας να διαφωτίσουν την δική τους κοινή γνώμη, κάτω από εξαιρετικά δύσκολες πολιτικά, συνθήκες, με κίνδυνο της ζωής τους. Θα χρειαστεί να δουλέψουμε μαζί για να πετύχουμε.
Να γνωρίζετε όμως ότι δεν είμαστε μόνοι μας, έχουμε στο πλευρό μας την γλυκιά ενθύμηση των προηγούμενων γενεών και τις φωνές τους να μας δίνουν δύναμη και πίστη στο δίκαιο του αγώνα μας.
Ας είναι αιωνία η μνήμη τους.
Ο εκ Πάφρας και Σεβαστείας.
Ο Δρ. Νίκος Μιχαηλίδης, ήταν κεντρικός ομιλητής στην εκδήλωση μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, η οποία έγινε στην πλατεία Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη, την οποία διοργάνωσε η Παμποντιακή Ομοσπονδία Ελλάδος στις 7 το βράδυ 19 Μαΐου 2022.